οὐαί

From LSJ
Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐαί Medium diacritics: οὐαί Low diacritics: ουαί Capitals: ΟΥΑΙ
Transliteration A: ouaí Transliteration B: ouai Transliteration C: ouai Beta Code: ou)ai/

English (LSJ)

exclam. of pain and anger,

   A ah! woe! c. nom., LXX Am.5.18, al.: c. voc., ib.3 Ki.13.30: c. dat., οὐαί μοι, οὐαί σοι, woe is me! woe to thee! ib.Nu.21.29, Arr.Epict.3.19.1, Mim.Oxy.413.184: c. acc., οὐαὶ οὐαὶ οὐαὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς Apoc.8.13.    II οὐαί· φυλαί (Cypr.), Hsch. (Cf. Dor. ὠβά.)

German (Pape)

[Seite 408] vae, weh! Ausruf des Schmerzes und des Unwillens, N. T.; οὐαί μοι, Arr. Epict. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

οὐαί: «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.
ἐπιφώνημα ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, οὐαί, ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ ἐφεξῆς· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· μετὰ δοτικ., οὐαί μοι, οὐαί σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1.

French (Bailly abrégé)

interj.
hélas !.
Étymologie: cf. lat. vae.

English (Strong)

a primary exclamation of grief; "woe": alas, woe.

English (Thayer)

an interjection of grief or of denunciation; the Sept. chiefly for הוי and אוי; "Alas! Woe!" with a dat of person added, R G L, small edition. (see below) (Sept.); thrice repeated, and followed by a dative, R G L WH marginal reading (see below); the dative is omitted in T Tr WH text, and L T Tr WH; this accusative, I think, must be regarded either as an accusative of exclamation (cf. Matthiae, § 410), or as an imitation of the construction of the accusative after verbs of injuring (Buttmann, § 131,14judges otherwise); with the addition of ἀπό and a genitive of the evil the infliction of which is deplored (cf. Buttmann, 322 (277); Winer's Grammar, 371 (348)), ἐκ, ἡ οὐαί (the writer seems to have been led to use the feminine by the similarity of ἡ θλῖψις or ἡ ταλαιπωρία; cf. Winer s Grammar, 179 (169)) woe, calamity: δύο οὐαί, οὐαί ἐπί οὐαί ἔσται, οὐαί ἡμᾶς λήψεται Evang. Nicod c. 21 (Pars ii., 5:1 (edited by Tdf.))); so also in the phrase οὐαί μοι ἐστιν, woe is unto me, i. e. divine penalty threatens me, Epictetus diss. 3,19, 1 (frequent in ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

(I)
οὐαί)
επιφών.
1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)
2. φρ. «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη Ρώμη και όταν κατά τη ζύγιση τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η πόλη, προσέθεσε στο βάρος της ζυγαριάς το ξίφος του και τον ζωστήρα του
αρχ.
(ως θηλ. ουσ.) οὐαί
η συμφορά («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν
Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῡτα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την ίδια εποχή και στη Λατινική (πρβλ. λατ. vae)].———————— (II)
οὐαί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φυλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του οἴη (Ι) «κώμη»].

Greek Monotonic

οὐαί: Λατ. vah! ah! επιφών. πόνου ή θυμού· οὐαί σοι, αλίμονο σε σένα! σε Καινή Διαθήκη