στύφω

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφω Medium diacritics: στύφω Low diacritics: στύφω Capitals: ΣΤΥΦΩ
Transliteration A: stýphō Transliteration B: styphō Transliteration C: styfo Beta Code: stu/fw

English (LSJ)

Hp.Int.14, etc.: aor. inf.

   A στύψαι Hsch.:—Pass. (v.infr.):—contract, draw together, τὴν κοιλίην στύφεσθαι becomes costive, Hp.Aër.7; στῦψαι πλάδον Aret.CA1.1; esp. of an astringent taste, χείλεα στυφθείς having his lips drawn up by the taste, AP9.375; δέρμα ἐστυμμένον, i.e. made watertight, Gal.12.846; mix with στυπτηρία, PMag.Leid.V.6.18; aor. 2 part. Pass. στυφέντα in this last sense, PHolm.24.13 (στυφόεντα cj. Lagercrantz): metaph. of sounds, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, opp. διαχέουσαι, D.H.Comp.15.    2 in dyeing, treat fabrics, etc., with a mordant, Lysis ap.Iamb.VP17.76; στῦψον τῇ ἰσάτι prepare it by a preliminary dyeing with woad, PHolm.21.42; στύφει [τὴν ἄγχουσαν] fixes alkanet, ib.15.18.    3 intr. in Act., στύφει κατ' ὀλίγον τὸ οὖρον gradually diminishes, Hp.Int.14.    II intr., to be astringent, Arist.Pr.863b17, Philonid. ap. Ath.15.675e, Dsc.1.116,118, Sor. 1.81, Gal.6.68, Hices. ap. Ath.7.321a.    2 metaph., to be harsh, austere, gloomy, Them.Or.27.339a, cf. Hsch. s.v. [[στύψαι. [ῡ]], Nic.Al. 278, cf. 375 (ἐν-) ; ῠ to be assumed in στυφέντα (s.v.l.).]

German (Pape)

[Seite 960] zusammenziehen, dicht, fest, hart machen, bes. vom zusammenziehenden, herben Geschmack, χείλεα στυφθείς, dem die Lippen durch Säure zusammengezogen sind, Ep. ad. 386 (IX, 375). – Auch intrans. von zusammenziehendem, herbem Geschmack sein, Strab. XI, 518; Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στύφω: [ῡ], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. στυφελός)· - συστέλλω, συμμαζεύω, στύφω, κοιλία στύφεται, γίνεται δύσκολος, δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· μάλιστα ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - μάλιστα ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· ὡσαύτως, ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι στυφός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι τραχύς, αὐστηρός, κατηφής, Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375].

French (Bailly abrégé)

resserrer.
Étymologie: στυφός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων του στόματος, προξενώ στυφότητα
2. προκαλώ συστολή της κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.)
3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής επεξεργασίας, πριν από την κυρίως βαφή
4. φρ. «στύφω τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — μαζεύω τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου
μσν.-αρχ.
είμαι αυστηρός, σοβαρός ή είμαι κατηφής, μελαγχολικός
αρχ.
1. αναμιγνύω με στυπτηρία
2. (αμτβ.) α) έχω στυφή γεύση, είμαι στυφός
β) ελαττώνομαι
3. μτφ. (για ήχο) ενοχλώ με την οξύτητα που έχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στύφω πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. στρυφνός, ενώ έχει επί πλέον διατυπωθεί και η υπόθεση ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. στρύφω. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. turupterija, ο οποίος οδηγεί σε τ. στρυπτηρία, από όπου προήλθε η λ. στυπτηρία με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- η οποία γενικεύθηκε και έτσι απαντά ο τ. στύφω αντί του στρύφω. Η σύνδεση, τέλος, τόσο με το ρ. στύω όσο και με τη λ. στυππεῖον δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων του στόματος, προξενώ στυφότητα
2. προκαλώ συστολή της κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.)
3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής επεξεργασίας, πριν από την κυρίως βαφή
4. φρ. «στύφω τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — μαζεύω τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου
μσν.-αρχ.
είμαι αυστηρός, σοβαρός ή είμαι κατηφής, μελαγχολικός
αρχ.
1. αναμιγνύω με στυπτηρία
2. (αμτβ.) α) έχω στυφή γεύση, είμαι στυφός
β) ελαττώνομαι
3. μτφ. (για ήχο) ενοχλώ με την οξύτητα που έχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στύφω πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. στρυφνός, ενώ έχει επί πλέον διατυπωθεί και η υπόθεση ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. στρύφω. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. turupterija, ο οποίος οδηγεί σε τ. στρυπτηρία, από όπου προήλθε η λ. στυπτηρία με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- η οποία γενικεύθηκε και έτσι απαντά ο τ. στύφω αντί του στρύφω. Η σύνδεση, τέλος, τόσο με το ρ. στύω όσο και με τη λ. στυππεῖον δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

στύφω: [ῡ], μέλ. -ψω, συστέλλω, μαζεύω, σουφρώνω, ξινίζω — Παθ., χείλεα στυφθείς, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στύφω: (ῡ)1) иметь вяжущие свойства, стягивать (τὸ νίτρον στύφει Arst.);
2) сжимать: χείλεα στυφθείς Anth. со сведенными (от кислоты) губами.