συνοδεύω
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
A travel in company, Plu.Pomp.40, Charito 2.3, etc.; τινι with one, Act.Ap.9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3. II Astron., to be in conjunction, σ. τῷ ἡλίῳ Placit.2.29.6, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc. III metaph., have fellowship with, LXX Wi.6.23(25); accompany, "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho ap.A.D.Synt.48.19, cf. 89.21; συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.Puls.11. 2 as Pass. or Med., go with, τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοδεύω: ὁδεύω ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, συμπορεύομαι, Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ αὐτόθι 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., διαμένω μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 faire route avec, τινι;
2 être en conjonction en parl. du soleil, de la lune et de la terre.
Étymologie: σύνοδος.
English (Strong)
from σύν and ὁδεύω; to travel in company with: journey with.
English (Thayer)
to journey with, travel in company with: with a dative of the person, Herodian, 4,7, 11 (6 edition, Bekker), Lucian, Plutarch, others; Wisdom of Solomon 6:25.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ ὁδεύω
1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ.
β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ
γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.)
2. (το παθ.) συνοδεύομαι
εμφανίζομαι μαζί με κάτι άλλο (α. «ο πυρετός συνοδεύεται από ρίγη» β. «τοῑς λαχάνοις συνοδευέσθω φύλλα μήκωνος», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. κατευοδώνω κάποιον τιμητικά («τον επίσημο καλεσμένο συνόδευσαν οι αρχές του νησιού»)
2. εξασφαλίζω την προστασία της ζωής κάποιου βαδίζοντας μαζί του («τον Πρόεδρο συνοδεύουν άνδρες της αστυνομίας με πολιτικά»)
3. μεταφέρω ως κρατούμενο («τον υπόδικο συνόδευαν τρεις αστυνομικοί»)
4. είμαι συνοδός φιλοξενούμενης ή καλεσμένης μου («ποιος τήν συνόδευε;»)
5. ακολουθώ με τη φωνή μου ή με μουσικό όργανο την κύρια μελωδία, ακομπανιάρω
6. (σχετικά με φαγητό) συμπληρώνω το κύριο γεύμα με άλλα εδέσματα («θα συνοδέψω το ψάρι με λαχανικά και πατάτες»)
7. επακολουθώ, έρχομαι ως αποτέλεσμα («τον πόλεμο συνοδεύουν μύρια δεινά»)
μσν.-αρχ.
(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε σύνοδο («συνοδεύουσαν Ἡλίῳ Σελήνην»).
Greek Monotonic
συνοδεύω: μέλ. -σω, ταξιδεύω με συνοδεία ή συντροφιά, συμπορεύομαι, συμβαδίζω, συνοιδοπορώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνοδεύω: вместе совершать путь, сопутствовать (τινί Plut.): οἱ συνοδεύοντος αὐτῷ NT его спутники.