ὄλεθρος
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ὁ,
A ruin, destruction, death, αἰπὺς ὄ. Il.11.174, al. ; λυγρὸς ὄ. 10.174, al. ; ὄ. ἀδευκής Od.4.489 ; οἴκτιστος ὄ. 23.79 ; ἵνα ψυχῆς ὤκιστος ὄ. Il.22.325 ; ὀλέθρου πείρατα, like τέλος θανάτοιο, the consummation of death, 6.143 ; ὄ., opp. γένεσις, Parm.8.21, 27 ; οὐκ εἰς ὄλεθρον ; as an imprecation, plague take thee! S.OT430 ; χρημάτων ὀλέθρῳ by destruction of property. Th.7.27 ; εἶναι ἐν ὀλέθρῳ Antipho 1.29 ; ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων E.Ph.534 ; ἐκκλησιάζειν ἐπ' ὀλέθρῳ Ar.Th.84 ; οὐκ ἐπὶ δουλείᾳ κολάζοντες οὐδ' ἐπ' ὀλέθρῳ Pl.R. 471a : pl., Phld.Rh.2.140S. II that which causes destruction, pest, plague, Hes.Th.326 ; contemptuously of persons, γεγονὼς κακῶς καὶ ἐὼν ὄ. Hdt.3.142 ; ὑπὸ γερόντων ὀ. Ar.Lys.325 ; ὄ. ἄνθρωπος Eup. 376, cf. Men.533.13 ; ὄ. Μακεδών, of Philip, D.9.31 ; ὄ. γραμματεύς a pestilent scribe, of Aeschines, Id.18.127 ; τὸν βάσκανον, τὸν δ' ὄ. the cheat, the pest! Id.21.209 ; ἀνθρώπους οὐδ' ἐλευθέρους ἀλλ' ὀ. Id.23.202 ; πολλοὶ ὄ. καὶ μεγάλοι Pl.R.491b. III seduction, Ἑλένης E. IA1382 (troch.).
German (Pape)
[Seite 319] ὁ (ὀλέσθαι), Verderben, bes. Untergang, Tod; λυγρὸς ὄλ., im Ggstz von βιῶναι, Il. 10, 174; ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεθρος, 11, 411, öfter; σχεδόθεν δέ οἱ ἦεν ὄλ., 16, 800; μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' ὄλεθρος, Od. 19, 557, öfter; ἐπῆλθεν αὐτοῖς ὄλεθρος, auch ἀδευκής, οἴκτιστος, 4, 489. 23, 79; ὄλεθρος ψυχῆς, Untergang des Lebens, Il. 22, 325; Pind. P. 2, 21; Tragg., Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρος Aesch. Ch. 849, ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον Soph. O. R. 659; οὐκ εἰς ὄλεθρον; Verwünschungsformel, 430; ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων, Eur. Phoen. 537, öfter; u. in Prosa, χρημάτων τ' ὀλέθρῳ καὶ ἀνθρώπων φθορᾷ ἐκάκωσε τὰ πράγματα, durch Geldverlust, Thuc. 7, 27; ὄλεθρος καὶ διαφθορά, Plat. Rep. VI, 495 a; Ggstz von γένεσις, Phil. 15 b; Folgde. – Auch was Verderben bringt, Hes. Th. 326; bes. von Menschen, verderblich, der Anderen Verderben bringt, γεγονώς τε κακὸς καὶ ἐὼν ὄλ., Her. 3, 142, wenn man nicht mit Valck. zu 5, 67 »ein des Todes würdiger Verbrecher« erklären will; vgl. ἀπάγετέ με τὸν ὄλεθρον μέγαν, Soph. O. R. 1343, nach Emend.; kom. vrbdt Ar. Lys. 325 ὄλεθροι γέροντες; Dem. braucht es oft als Schimpfwort, nennt den Philipp ὄλεθρος Μακεδών, 9, 31, den Aeschines ὄλεθρος γραμματεύς, 18, 127, vgl. 21, 210; Luc. Mort. D. 9, 4; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλεθρος: ὁ, (ὀλῶ, ὄλλυμι) καταστροφή, ἀπώλεια, θάνατος, ἐνεργ. καὶ παθητ., Ὅμ., Τραγ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τελευταίας σημασίας, ― κατὰ τὸ πλεῖστον αἰπὺς ἢ λυγρὸς ὄλεθρος Ἰλ. Κ. 174, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἀδευκὴς καὶ οἴκτιστος ὄ. Ὀδ. Δ. 489, Ψ. 79· ἵνα ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος, ἀπώλεια ζωῆς, Ἰλ. Χ. 325· ὀλέθρου πείρατα, ὡς τὸ θανάτου τέλος, ἡ συντέλεσις τοῦ θανάτου, Ζ. 143, κτλ.· οὐκ εἰς ὄλεθρον; ὡς τὸ οὐκ ἐς κόρακας; «δὲν ’πᾷς νὰ χαθῇς», Σοφ. Ο. Τ. 430· ― χρημάτων ὀλέθρῳ, δι’ ἀπώλειαν χρημάτων, Θουκ. 7. 27· εἶναι ἐν ὀλέθρῳ Ἀντιφῶν 114. 29· ἐπ’ ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων Εὐρ. Φοίν. 534· ἐπ’ ὀλέθρῳ ἐκκλησιάζειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 84· οὐκ ἐπὶ δουλέιᾳ κολάζειν οὐδ’ ἐπ’ ὀλέθρῳ Πλάτ. Πολ. 471Α· ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. pernicies καὶ pestis, τὸ ἐπιφέρον καταστροφήν, ὀλέθριον πρᾶγμα, λοιμός, Ἡσ. Θεογ. 326· συχνάκις ἐπὶ προσώπων περιφρονητικῶς, γεγονὼς κακῶς καὶ ἐὼν ὄλ. Ἡρόδ. 3. 142· ὑπὸ γερόντων ὀλέθρων Ἀριστοφ. Λυσ. 325· οὕτως ὁ Οἰδίπους ἑαυτὸν καλεῖ, τὸν ὄλεθρον μέγαν Σοφ. Ο. Τ. 1344· ὄλ. ἄνθρωπος Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 78, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13· συχν. παρὰ Δημ., ὡς ὄλ. Μακεδών, ἐπὶ τοῦ Φιλίππου, 119. 8· ὄλ. γραμματεύς, ὀλέθριος γραμμ., ἐπὶ τοῦ Αἰσχίνου, 269. 19· τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ’ ὄλεθρον, τὸν ἀπατεῶνα, «τὴν πανοῦκλα!» 582. 1· ἀνθρώπους οὐδ’ ἐλευθέρους ἀλλ’ ὀλέθρους 688. 6· οὕτω, πολλοὶ ὄλεθροι καὶ μεγάλοι Πλάτ. Πολ. 491Β· ἴδε ἐν λέξ. φθόρος. - Τὸ ὄλεθρος συντιθέμενον γράφεται διὰ τοῦ ω προηγουμένης βραχείας, διὰ τοῦ ο δὲ προηγουμένης μακρᾶς συλλαβῆς, ὡς ἀνώλεθρος, πανώλεθρος, πανωλεθρία, ψῡχόλεθρος κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 perte, ruine, mort;
2 ce qui cause la ruine, fléau.
Étymologie: ὄλλυμι.
English (Autenrieth)
(ὄλλῦμι): destruction, ruin, death; αἰπύς, λυγρός, ἀδευκής, οἴκτιστος.
English (Slater)
ὄλεθρος
1 doom τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ (P. 2.41)
English (Strong)
from a primary ollumi (to destroy; a prolonged form); ruin, i.e. death, punishment: destruction.
Greek Monotonic
ὄλεθρος: ὁ (ὄλλυμι),·
I. αφανισμός, καταστροφή, απώλεια, θάνατος, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· ὀλέθρου πείρατα, όπως το θανάτου τέλος, η συντέλεση του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκεἰς ὄλεθρον; ως κατάρα, δεν πας να χαθείς; σε Σοφ.· χρημάτων ὀλέθρῳ, εξαιτίας της απώλειας χρημάτων, σε Θουκ.· ἐπ' ὀλέθρῳ, σε Πλάτ.
II. όπως τα Λατ. pernicies και pestis, αυτό που μπορεί να επιφέρει την καταστροφή, λοιμός, πανούκλα, κατάρα, σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τον εαυτό του, τὸν ὄλεθρον μέγαν, σε Σοφ.· ὄλεθρος Μακεδών, λέγεται για τον Φίλιππο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὄλεθρος: ὁ1) гибель, уничтожение (ὄ. καὶ διαφθορά Plat.): οὐκ εἰς ὄλεθρον; Soph. бран. не сгинешь ты?, т. е. убирайся прочь отсюда;
2) потеря (χρημάτων Thuc.);
3) перен., бран. пагуба, чума, бич: ὄ. Μακεδών Dem. македонская чума, т. е. Филипп; ὄ. γραμματεύς Dem. (об Эсхине) проклятый писака.