οὐαί
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
exclam. of pain and anger,
A ah! woe! c. nom., LXX Am.5.18, al.: c. voc., ib.3 Ki.13.30: c. dat., οὐαί μοι, οὐαί σοι, woe is me! woe to thee! ib.Nu.21.29, Arr.Epict.3.19.1, Mim.Oxy.413.184: c. acc., οὐαὶ οὐαὶ οὐαὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς Apoc.8.13. II οὐαί· φυλαί (Cypr.), Hsch. (Cf. Dor. ὠβά.)
German (Pape)
[Seite 408] vae, weh! Ausruf des Schmerzes und des Unwillens, N. T.; οὐαί μοι, Arr. Epict. 3, 19.
Greek (Liddell-Scott)
οὐαί: «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.
ἐπιφώνημα ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, οὐαί, ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ ἐφεξῆς· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· μετὰ δοτικ., οὐαί μοι, οὐαί σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1.
French (Bailly abrégé)
interj.
hélas !.
Étymologie: cf. lat. vae.
English (Strong)
a primary exclamation of grief; "woe": alas, woe.
English (Thayer)
an interjection of grief or of denunciation; the Sept. chiefly for הוי and אוי; "Alas! Woe!" with a dat of person added, R G L, small edition. (see below) (Sept.); thrice repeated, and followed by a dative, R G L WH marginal reading (see below); the dative is omitted in T Tr WH text, and L T Tr WH; this accusative, I think, must be regarded either as an accusative of exclamation (cf. Matthiae, § 410), or as an imitation of the construction of the accusative after verbs of injuring (Buttmann, § 131,14judges otherwise); with the addition of ἀπό and a genitive of the evil the infliction of which is deplored (cf. Buttmann, 322 (277); Winer's Grammar, 371 (348)), ἐκ, ἡ οὐαί (the writer seems to have been led to use the feminine by the similarity of ἡ θλῖψις or ἡ ταλαιπωρία; cf. Winer s Grammar, 179 (169)) woe, calamity: δύο οὐαί, οὐαί ἐπί οὐαί ἔσται, οὐαί ἡμᾶς λήψεται Evang. Nicod c. 21 (Pars ii., 5:1 (edited by Tdf.))); so also in the phrase οὐαί μοι ἐστιν, woe is unto me, i. e. divine penalty threatens me, Epictetus diss. 3,19, 1 (frequent in ecclesiastical writings).
Greek Monolingual
(I)
(Α οὐαί)
επιφών.
1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)
2. φρ. «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη Ρώμη και όταν κατά τη ζύγιση τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η πόλη, προσέθεσε στο βάρος της ζυγαριάς το ξίφος του και τον ζωστήρα του
αρχ.
(ως θηλ. ουσ.) ἡ οὐαί
η συμφορά («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν
Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῡτα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την ίδια εποχή και στη Λατινική (πρβλ. λατ. vae)].
(II)
οὐαί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φυλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του οἴη (Ι) «κώμη»].
Greek Monotonic
οὐαί: Λατ. vah! ah! επιφών. πόνου ή θυμού· οὐαί σοι, αλίμονο σε σένα! σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
οὐαί: interj. возглас скорби увы! NT.
Middle Liddell
exclam., Lat. vae! ah! οὐαί σοι woe to thee! NTest.