χάσκω

From LSJ
Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσκω Medium diacritics: χάσκω Low diacritics: χάσκω Capitals: ΧΑΣΚΩ
Transliteration A: cháskō Transliteration B: chaskō Transliteration C: chasko Beta Code: xa/skw

English (LSJ)

Anacr.14.8, Ar.V.1493 (anap.); subj.

   A χάσκῃς Id.Eq.1032 (hex.); inf. χάσκειν X.Eq.10.7, (ἐγ-) Ar.V.721; part. χάσκων Sol. 13.36, Hp.Art.30, f.l. in Ar.Eq.1018 (hex.), (ἀνα-) Id.Av.502(anap.): Ion. fem. χασκευσα Herod.4.42 Pap. (also Med. χασκόμενοι Cass.Pr. 20): pres. χαίνω only in late writers, Phld.Rh.2.189 S., Antig.Mir. 128, AP9.797 (Jul.), 11.242 (Nicarch.), Gal.7.686, Gp.10.30 tit., etc., (ἐπι-) Luc.DMort.6.3, (περι-) Ael.NA3.20: fut. χᾰνοῦμαι (ἐγ-) Ar.Eq. 1313 (troch.), (ἀνα-) Hp.Steril.217, Superf.29, etc.: aor. 2 ἔχᾰνον Il.4.182, al., Hp.Art.30, S.Aj.1227, Ar.V.342 (lyr.), etc.; aor. 1 ἔχᾱνα Aesop.223: pf. κέχηνα Il.16.409, Hp.Coac.487, etc.; Dor. 3pl. κεχάναντι Sophr.25 (Hdn.Gr.2.793 cites κεχήνετε from Ar.Ach.133, and A.D.Adv.197.31 has κέχαγκα): plpf. ἐκεχήνεσαν Ar.Eq.651; early Att. κεχήνη Id.Ach.10.—Used by Hom. only in aor. 2 χάνοι, χανών, and pf. part. κεχηνώς:—yawn, gape, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών then may earth yawn for me, i.e. to swallow me, Il.4.182, 8.150, cf. 17.417; esp. of opening the mouth wide, [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε χανών 16.350; ἕλκ' ἐκ δίφροιο κεχηνότα ib.409; ἐάλη τε χανών, of a lion, 20.168; πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, of one drowning, Od.12.350: c. acc., στόμα χάσκων AP11.418 (Trajan); of a wound, v.l. in S.Fr.508; of shellfish, αἵ γα μὰν κόγχαι . . κεχάναντι πᾶσαι Sophr. l.c.; ἐπεὰν ὁ κροκόδειλος . . χάνῃ . . πρὸς τὸν ζέφυρον Hdt.2.68; of a goose, πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα Eub.115; of fruit, burst with ripeness, M.Ant.3.2, Gp.l.c.    2 after Hom., gape in eager expectation, χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Sol.l.c.: freq. in Com., ὅτε δὴ 'κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον when I was all agape, Ar.Ach.10; λύκος ἔχανεν the wolf opened his mouth (for nothing), prov. of disappointed hopes, Id.Fr.337, cf. Eub.15.11, Euphro 1.30: with Preps., πρὸς ταῦτα κεχηνώς Ar.Nu.996 (anap.); πρὸς ἄλλην τινὰ χάσκει Anacr. l.c., cf. Ar.Eq.651,804 (anap.), Porph.Marc.9, etc.; ἔς τι (sc. νόμισμα) Philostr.VA2.7; ἄνω κεχηνώς, of a stargazer, Ar.Nu.172, cf. Av.51, Pl.R.529b; ὧδε χὧδε χ. Herod.4.42; κεχηνότες gaping fools, Ar.Ra.990 (lyr.), cf. Eq.261 (troch.), V.617 (anap.), and v. Κεχηναῖοι.    3 yawn from weariness, ennui, or inattention, Id.Ach.30; ὅταν σύ που ἄλλοσε χάσκῃς Id.Eq.1032 (hex.), cf. Lys.426; χάσκεις αὐτός; are you yawning? paying no attention? Mnesim.4.22 (anap.).    4 metaph., ἀναπληροῦν τὸ κεχηνὸς τῆς ἑρμηνείας fill the lacuna, A.D. Synt.266.22.    II less freq., speak with open mouth, utter, c. acc., σὲ δὴ τὰ δεινὰ ῥήματ' . . καθ' ἡμῶν . . χανεῖν; S.Aj.1227; τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν; Ar.V.342 (lyr.); ὀϊζυρόν τι χανοῦσα Call.Ap.24.    III in Paus.6.21.13, if the text be correct, it must be trans., χανεῖν . . τὴν γῆν . . τὸ ἅρμα opened and swallowed the chariot.—Not in A. (exc. in compd. προσ-, q.v.) or E.; rare in early Prose, exc. Hp.; once in Hdt. (v. supr. 1.1).

German (Pape)

[Seite 1340] im praes. u. imperf. gebräuchlicher als χαίνω, offenstehen, gähnen, aufklaffen, bes. den Mund weit offen haben, das Maul aufsperren; Sol. 5, 36; Ar. Equ. 1013; ἄλλοσέ που 1027; πρός τινα, Einen mit weitem Maule angaffen, Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

χάσκω: Ἀνακρ. 13. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1493· ὑποτακ. χάσκης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1018, 1032· ἀπαρ. χάσκειν Ξεν. Ἱππ. 10, 7, (ἐγ-) Ἀριστοφ. Σφ. 721· μετοχ. χάσκων Σόλων 12. 36, (ἀνα-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· - ὁ ἐνεστ. χαίνω ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγεν. Ἀνθ. Παλατ. 9. 797., 11. 242, Διοσκ., κλπ.· (ἐπι-) Λουκ. Νεκρ. Δ. 6. 2, (περι-) Αἰλ. περὶ Ζῴων 3. 20· - ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος τούτου σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, - μέλλ. χανοῦμαι (ἐγ) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1313, κλπ.· (περὶ τοῦ τύπου χήσομαι, ἴδε χανδάνω ἐν τέλ)· - ἀόρ. ἔχᾰνον Ὅμ. καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀόρ. α΄ ἔχᾱνα Αἴσωπος 223 Halm.· - πρκμ. κέχηνα αὐτ.· Δωρ. γ΄ πληθ. κεχάναντι Σώφρων 51 Ahr. κέχαγκα μόνον ἐν τοῖς Ἀν. Βεκ. 611· - ὑπερ. ἐκεχήνειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 651· Δωρ. καὶ ἀρχ. Ἀττ.· ’κεχήνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 10 - Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. β' χάνοι, χανών. καὶ μετοχ. πρκμ. κεχηνώς. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, κατ’ ἐπέκτασιν ΧΑΝ, παράγοντα τὰ χάος, χάσκω, χανεῖν, χαῦνος· πρβλ. Λατ. hi-o, his-co· Ἀρχ. Σκανδ. gin-a· Ἀγγλο-Σαξον. gîn-an (yawn)· Ἀρχ. Γερ. g-êm, gin-êm, (gähnen)· Σλαυ. zi-jati (hio).) Χάσκω, χαίνω, ἀνοίγω, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών, «τότε με γῆ χάσματι δεχθείη. οὐ γὰρ ἐπιθετικῶς λέγειν αὐτὴν εὐρεῖαν, ἀλλὰ τὴν εὐρὺ τῇ διαστάσει χάσμα ποιοῦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 182, Θ. 150, πρβλ. Ρ. 417· ἰδίως, ἀνοίγω τὸ στόμα πολύ, χάσκω, τὸ δ’ (δηλ. αἷμα) ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε χανὼν Π. 350· ἕλκ’ ἐκ δίφροιο κεχηνότα αὐτόθι 409· ἑάλη τε χανών, «ἑάλη, συνεστράφη, εἰλήθη» Σχόλ., ἐπὶ λέοντος, Υ. 168· πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγομένων, Ὀδ. Μ. 350· ἐπὶ τραύματος, Σοφ. Ἀποσπ. 449 ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, αἵ γα μὰν κόγχαι .. κεχάναντι πᾶσαι Σώφρων 51 Ahr.· ἐπὶ χηνῶν, πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ἐπὶ καρπῶν, ἰδίως τῆς ῥοιᾶς, «σκάζω», Γεωπ. 10. 30, 1. 2) μεθ’ Ὅμ., μάλιστα παρὰ τοῖς κωμικοῖς, χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Σόλων 12. 36· ὅτε δὴ ’κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον, ὅτε μὲ στόμα ἀνοικτὸν περιέμενα τὸν Αἰσχύλον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 10· λύκος ἔχανεν, ἤνοιξε τὸ στόμα του (μάτην), παροιμία ἐπὶ ἐλπίδων ἀποτυχουσῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 319, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 11, Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· - οὕτω μετὰ προθέσεων, πρὸς ταῦτα κεχηνὼς Ἀριστοφ. Νεφ. 996· πρὸς ἄλλον τινὰ χάσκει Ἀνακρ. 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, 803· χ. περί τι Jacobs εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 847· ἄνω κεχηνώς, ἐπὶ ἀνθρώπου χάσκοντος πρὸς ἄστρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 173, πρβλ. Ὀρν. 51, Πλάτ. Πολ. 529Β· κεχηνότες, «χάχηδες», 990, πρβλ. Ἱππ. 261, Σφ. 617, καὶ ἴδε Κεχηναῖοι. 3) χάσκω ἐκ κοπώσεως, ἐξ ἀνίας ἢ ἐξ ἐλλείψεως προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 30· ὅταν σύ που ἄλλοσε χάσκῃς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1032, πρβλ. Λυσί. 426· χάσκεις αὐτός; τί; δὲν προσέχεις; Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 22. ΙΙ. σπανιώτερον ὁμιλῶ μὲ χάσκον στόμα, ὡς τὸ Λατ. hisco, μετ’ αἰτ., τὰ δεινά ῥήματ’ ... καθ’ ἡμῶν ... χανεῖν; Σοφ. Αἴ. 1227· τοῦτ’ ἐτόλμησεν χανεῖν; Ἀριστοφ. Σφ. 342· ὀϊζυρόν τι χανεῖν; Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 24. ΙΙΙ. παρὰ Παυσ. 6. 21, 13, εἰ τὸ κείμενον ἔχει ὀρθῶς, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς μεταβατ., χανεῖν … τὴν γῆν ... τὸ ἅρμα, ἡ γῆ ἤνοιξε καὶ κατέπιε τὸ ἅρμα. - Ἐκ τῶν τραγικῶν μόνος ὁ Σοφοκλῆς χρῆται τῷ ῥήματι τούτῳ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s’ouvrir, s’entrebâiller ; d’où
1 bâiller par indolence, ennui ou inattention;
2 particul. demeurer bouche bée.
Étymologie: R. Χα, être béant ; cf. χάος, lat. hio, hisco.

English (Autenrieth)

see χαίνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό
2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω
3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, -υία, -ός
βλ. χαίνω
μσν.
(για καρπούς) σχάζομαι
αρχ.
1. μιλώ με το στόμα ανοιχτό
2. (πιθ. και ως μτβ.) ανοίγω και καταπίνω κάτι («χανεῑν... τὴν γῆν... τὸ ἅρμα», Παυσ.)
3. (το αρσ. μτχ. παρακμ. με σημ. επιθ.) κεχηνώς
αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό, χάχας, χαζός, ευήθης
4. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κεχηνός
το σκοτεινό και ασαφές σημείο ενός κειμένου
5. παροιμ. φρ. «λύκος ἔχανεν» — λεγόταν για να δηλώσει ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. χαίνω (< ghăn-jo) όσο και ο αρχαιότερος τ. χάσκω (< ghәsko) ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ghn- μιας μορφής ghen- της ΙΕ ρίζας ghe- «χάσκω». Στην ίδια ρίζα, εξάλλου, ανάγονται και τα αρχ. ισλανδ. gan «κραυγή» και gana «χάσκω», καθώς και το λατ. hisco, το οποίο έχει και την ίδια σημ. και το ίδιο επίθημα με το χάσκω. Ωστόσο, αρχαιότεροι τ. αυτού του ρηματ. συστήματος πρέπει να θεωρηθούν ο αόρ. ἔχανον και ο παρακμ. κέχᾱνα/ κέχηνα, από τους οποίους, κατά μία άποψη, πρέπει να υποτεθεί ένας αρχικός τ. ενεστ. χᾰνημι ή χᾰνω. Από το ίδιο θ. χᾰν-, εκτός από τον ενεστ. χαίνω (< χᾰν- με ενεστ. επίθημα -), έχουν επίσης σχηματιστεί το ουσ. χάνος, το επίρρ. χανδόν και τα σύνθ. σε -χανής, ενώ παράλληλα απαντά και ένα θ. χᾱν-, από όπου οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χήνημα και χηνῆσαι, καθώς και το β' συνθετικό -χήνη (πρβλ. κατα-χήνη, κυσο-χήνη). Τα παρ. χάσμα και χάσμη μπορεί να έχουν σχηματιστεί είτε από το χάσκω είτε από το χαίνω (πρβλ. φαίνω: φάσμα). Τέλος, υπάρχουν και οι εκφραστικοί σχηματισμοί χανύω και χανύσσω από ένα θ. χᾰνυ-, το οποίο, κατά μία άποψη, προϋποθέτει έναν αμάρτυρο τ. χάνῡμι. Για τη σύνδεση του χανύω με τους τ. χαῦνος, χάος, πρβλ. το σχήμα γάνυμαι: γαῦρος.

Greek Monotonic

χάσκω: (√ΧΑ ή ΧΑΝ), μεταγεν. ενεστ. χαίνω, μέλ. χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἔχᾰνον, παρακ. κέχηνα, υπερσ. ἐκεχήνειν, Δωρ. και αρχ. Αττ. 'κεχήνη·
I. 1. Λατ. hio, ανοίγω, χάσκω, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών, τότε η γη άνοιξε για μένα, δηλ. για να με καταπιεί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς κῦμα χανών, λέγεται για κάποιον που πνίγεται, σε Ομήρ. Οδ.
2. στέκομαι με το στόμα ανοιχτό (σε κωμική εκδοχή), χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα, σε Σόλωνα· ὅτε δὴ 'κεχήνη, όταν καθόμουν με το στόμα ανοιχτό, σε Αριστοφ.· ομοίως, πρὸς ταῦτα κεχηνώς, στον ίδ.· κεχηνότες, χάσκωντες ανόητα, στον ίδ.
3. χασμουριέμαι (από πλήξη, ανία, κόπωση), σε Αριστοφ.
II. σπανιότερα, μιλώ με ανοιχτό το στόμα, αρθρώνω, Λατ. hisco, με αιτ., τὰ δεινὰ ῥήματα χανεῖν, σε Σοφ.· τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χάσκω: (praes. Anth.; impf. как у χαίνω) широко разевать рот: ἄλλοσε χ. Arph. зевать по сторонам; χ. πρός τινα Anacr. жадно разглядывать или высматривать кого-л. - см. тж. χαίνω.

Middle Liddell

[Root !χα or !χαν]
I. Lat. hio, to yawn, gape, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών then may earth yawn for me, i. e. to swallow me, Il.; πρὸς κῦμα χανών, of one drowning, Od.
2. to gape (in eager expectation), χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Solon; ὅτε δὴ 'κεχήνη when I was all agape, Ar.; so, πρὸς ταῦτα κεχηνώς Ar.; κεχηνότες gaping fools, Ar.
3. to yawn (from weariness, ennui, or inattention), Ar.
II. more rarely, to speak with open mouth, to utter, Lat. hisco, c. acc., τὰ δεινὰ ῥήματα χανεῖν; Soph.; τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν; Ar. Hence