εὐτραπελία

From LSJ
Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελία Medium diacritics: εὐτραπελία Low diacritics: ευτραπελία Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΙΑ
Transliteration A: eutrapelía Transliteration B: eutrapelia Transliteration C: eftrapelia Beta Code: eu)trapeli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ready wit, liveliness, Hp.Decent.7, Pl.R.563a, Posidipp.28.5, Cic.Fam.7.32.1, D.S.15.6: pl., pleasantries, Demetr.Eloc.177; defined by Arist. as πεπαιδευμένη ὕβρις, Rh.1389b11, cf. EN1108a24; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐ. Plu.Ant.43.    2 rarely in bad sense, = βωμολοχία, Ep.Eph.5.4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελία: ἡ, ἡ φύσις, τὸ ἰδίωμα τοῦ εὐτραπέλου, εὐφυΐα, ἀστειότης, ζωηρότης, Λατ. urbanitas, Ἱππ. 24. 3 ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους ὁριζομένη ὡς πεπαιδευμένη ὕβρις Ρητ. 2. 12, 16 (ἴδε ἐν λ. εὐτράπελοςοὕτως, ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτρ. Πλουτ. Ἀντ. 43. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολοχία, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
disposition à plaisanter agréablement, plaisanterie aimable et spirituelle, enjouement.
Étymologie: εὐτράπελος.

English (Strong)

from a compound of εὖ and a derivative of the base of τροπή (meaning well-turned, i.e. ready at repartee, jocose); witticism, i.e. (in a vulgar sense) ribaldry: jesting.

English (Thayer)

ἐυτραπελιας, ἡ (from εὐτράπελος, from εὖ, and τρέπω to turn: easily turning; nimble-witted, witty, sharp), pleasantry, humor, facetiousness (Hippocrates), Plato, rep. 8, p. 563a.; Diodorus 15,6; 20,63; Josephus, Antiquities 12,4, 3; Plutarch, others); in a bad sense, scurrility, ribaldry, low jesting (in which there is some acuteness): Aristotle, eth. 2,7, 13; (ἡ εὐτραπελία πεπαιδευμενη ὕβρις ἐστιν, rhet. 2,12, 16 (cf. Cope, in the place cited); cf. Trench, § xxxiv.; Matt. Arnold, Irish Essays etc., p. 187ff (Speech at Eton) 1882).

Greek Monolingual

η (Α εὐτραπελία) ευτράπελος
το ήθος, η ιδιότητα του ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι
η ευθυμία, οι αστειότητες
2. (με κακή σημ.) βωμολοχία.

Greek Monotonic

εὐτρᾰπελία: ἡ,
1. πνεύμα, χιούμορ, ζωηρότητα, ζωντάνια, Λατ. urbanitas, σε Αριστ., Πλούτ.
2. με αρνητική σημασία, προστυχιά, βρωμιά, αισχρολογία, βωμολοχία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰπελία: ἡ реже pl.
1) остроумие, шутливость Plat., Arst., Diod., Plut.;
2) балагурство, шутовство NT.

Middle Liddell

εὐτρᾰπελία, ἡ,
1. wit, liveliness, Lat. urbanitas, Arist., Plut.
2. in bad sense, jesting, ribaldry, NTest.