ἐπιστολή

From LSJ
Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολή Medium diacritics: ἐπιστολή Low diacritics: επιστολή Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Transliteration A: epistolḗ Transliteration B: epistolē Transliteration C: epistoli Beta Code: e)pistolh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπιστέλλω)

   A anything sent by a messenger, message, order, commission, whether verbal or in writing, Hdt.4.10, Th.8.45, etc.; ἐξ ἐπιστολῆς by command, Hdt.6.50: used by Trag. always in pl., A.Pr.3, Pers.783, Supp.1012, S.Aj.781, OC1601, etc.; Πενθέως ἐπιστολαῖς by his commands, E.Ba.442; τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψεν commands about her children, Id.Hipp.858.    2. letter, ἐ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι, Th.1.129, 7.10; λύειν Id.1.132; ἐ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Lys.20.27; πέμπειν τινί E.IT589 (pl.): in pl. of one letter, like γράμματα, Lat. litterae, Id.IA111,314, Th.1.132, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν . . τοῦ Ὄθωνος, Lat. ab epistulis Othoni, his secretary, Plu.Oth.9; νομογραφικὴ ἐ. BGU1135.7(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ (das durch einen Boten Uebersandte), Nachricht, Auftrag, Befehl, gew. im plur., σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 3; λόγων Soph. Tr. 493; φέρειν Ai. 768; ἄγω σε Πενθέως ἐπιστολαῖς Eur. Bacch. 442; ἔλεγε ταῦτα ἐξ ἐπιστολῆς Δημαρήτου, im Auftrage, Her. 6, 50; κατὰ ἐπιστολὰς τὰς τοῦ Ποσειδῶνος Plat. Critia. 119 c; Folgde. – Der Brief, auch oft im plur., Eur. I. A. 111. 314; Thuc. 4, 50; Plat. Epist. oft; τὴν ἐπιστολὴν ἀποδόντες Thuc. 7, 10; διαπέμπειν 1, 129; λύειν, erbrechen, 1, 132; αἱ ἐπιστολαὶ ἧκον 8, 51; ἐλθεῖν, δφικνεῖσθαι, ibd. 33. 45; so Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολή: ἡ, (ἐπιστέλλω) πᾶν τὸ ἐπιστελλόμενον δι’ ἀγγέλου, ἀγγελία, παραγγελία, διαταγή, εἴτε προφορικὴ εἴτε ἔγγραφος (πρβλ. Θουκ. 7. 11 πρὸς τὸ 8. 5), Ἡρόδ. 4. 10, καὶ Ἀττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατὰ διαταγήν, Ἡρόδ. 6. 50· οἱ Τραγ. χρῶνται τῇ λέξει ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 3, Πέρσ. 783, Ἱκέτ. 1012, Σοφ. Αἴ. 781. Ο. Κ. 1601, κτλ.· Πενθέως ἐπιστολαῖς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 442· τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε; παραγγελίας περὶ τῶν τέκνων της; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 858· ― ἰδίως ἡ παραγγελία ἀποθνήσκοντος, ἡ τελευταία αὐτοῦ θέλησις, ἴδε Valck. ἐν Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, ἐπ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι Θουκ. 1. 129., 7. 10· λύειν ὁ αὐτ. 1. 132· ἐπ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Λυσ. 160. 24· πέμπειν τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 589· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς ἐπιστολῆς, ὡς τὸ γράμματα, Λατ. literae, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 111. 314. Θουκ. 1. 132, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν... τοῦ Ὄθωνος, Λατ. ab epistolis Othoni, ὁ γραμματεὺς αὐτοῦ, Πλουτ. Ὄθ. 9, πρβλ. Olear. εἰς Φιλόστρ. 589.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 ordre ou avis transmis par un message verbal ou écrit : τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε EUR elle a écrit ses volontés en ce qui regarde ses enfants ; ἐξ ἐπιστολῆς HDT par ordre;
2 message écrit, lettre en gén. : ἐπιστολὴν πέμπειν τινί EUR envoyer une lettre à qqn ; ἐπιστολὴν λύειν THC délier les cordons d’une lettre, ouvrir une lettre ; plur. au sens du sg. une lettre.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

English (Strong)

from ἐπιστέλλω; a written message: "epistle," letter.

English (Thayer)

ἐπιστολῆς, ἡ (ἐπιστέλλω), a letter, epistle: ἐπιστολαί συστατικαι, letters of commendation, Winer s Grammar, 176 (165). On the possible use of the plural of this word interchangeably with the singular (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 113,8), see Lightfoot and Meyer on Euripides, Thucydides, others)).

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστολή) επιστέλλω
γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο
νεοελλ.
φρ.
1. (αναλόγως του περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ.
β) «συστατική επιστολή» — ο αποστολέας συνιστά κάποιον στον παραλήπτη και εκφέρει τη γνώμη του για τα προσόντα και τις ικανότητές του
γ) «ανοιχτή επιστολή» — κείμενο που δημοσιεύεται για να γίνει το περιεχόμενό του ευρύτερα γνωστό και όχι μόνο στον παραλήπτη
δ) «εγκύκλιος επιστολή» ή «εγκύκλιος» — πανομοιότυπη επιστολή ή έγγραφο με πολλούς παραλήπτες
ε) «εμπορική επιστολή» — επιστολή με περιεχόμενο σχετικό με τις δραστηριότητες και τις δοσοληψίες εμπορικών επιχειρήσεων
στ) «απλή επιστολή» — εκείνη που αποστέλλεται με τα συνήθη ταχυδρομικά τέλη
ζ) «συστημένη επιστολή» — αυτή που αποστέλλεται με αυξημένα τέλη ενώ στον αποστολέα χορηγείται απόδειξη και ο παραλήπτης υπογράφει σε ειδικό βιβλίο παραλαβής
αρχ.-μσν.
εντολή, παραγγελία ή διαταγή, προφορική ή γραπτή
αρχ.
1. διαθήκη
2. φρ. α) «ἐξ ἐπιστολῆς» — κατά διαταγή (κάποιου)
β) «ὁ τῶν ἐπιστολῶν» — ο γραμματέας.

Greek Monotonic

ἐπιστολή: ἡ (ἐπιστέλλω),
1. μήνυμα, αγγελία, παραγγελία, διαταγή, εντολή, είτε προφορική είτε γραπτή, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατ' εντολή, σε Ηρόδ.
2. επιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολή: ἡ тж. pl.
1) послание, поручение (письменное или устное), предписание, распоряжение: ἐξ ἐπιστολῆς Her. или ἐπιστολαῖς Eur. по приказанию; τέκνων ἐπιστολαί Eur. распоряжения относительно детей;
2) письменное послание, письмо (ἐπιστολὴν (δια)πέμπειν Eur., Thuc.; ἐπιστολὴν ἀποδοῦναι, λύειν Thuc.): ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν Plut. писец, секретарь.

Middle Liddell

ἐπιστολή, ἡ, ἐπιστέλλω
1. a message, command, commission, whether verbal or in writing, Hdt., attic; ἐξ ἐπιστολῆς by command, Hdt.
2. a letter, Lat. epistola, Thuc., etc.