προσήλυτος
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
ον,
A one that has arrived at a place, stranger, sojourner, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ib.Ex.12.49, al. II one who has come over to Judaism, convert, proselyte, Ph.2.219, Ev.Matt.23.15, Act.Ap. 2.10.
German (Pape)
[Seite 764] hinzugekommen, daher Ankömmling, Fremdling, Schol. Ap. Rh. 1, 334; in der Sprache des N. T. ein vom Heidenthum zum Judenthum Bekehrter; daher unser Proselyt.
Greek (Liddell-Scott)
προσήλῠτος: -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον ξένος, πάροικος, Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα αὐτοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 étranger établi dans un pays;
2 fig. prosélyte, nouveau converti.
Étymologie: προσελεύσομαι de προσέρχομαι.
English (Strong)
from the alternate of προσέρχομαι; an arriver from a foreign region, i.e. (specially), an acceder (convert) to Judaism ("proselyte"): proselyte.
English (Thayer)
προσηλύτου, ὁ (from προσέρχομαι, perfect προσελήλυθα, cf. Buttmann, 74 (64); (Winer's Grammar, 24,26, 97 (92)));
1. a newcomer (Latin advena; cf. πρός, IV:1); a stranger, alien (Schol. ad Apoll. Rhod. 1,834; the Sept. often for גֵּר (cf. Philo de monarch. 1,7 at the beginning)).
2. a proselyte, i. e. one who has come over from a Gentile religion to Judaism (Luther, Judengenosse): הַצֶּדֶק גֵּרֵי proselytes of righteousness, who received circumcision and bound themselves to keep the whole Mosaic law and to comply with all the requirements of Judaism, and הַשַּׁעַר גֵּרֵי, proselytes of the gate (a name derived apparently from flesh with the blood thereof. (Many hold that this distinction of proselytes into classes is purely theoretical, and was of no practical moment in Christ's day; cf. Lardner, Works, 11:306-324; cf. vi. 522-533; Schürer in Riehm as below.) Cf. Leyrer in Herzog xii., p. 237ff (rewritten in edition 2by Delitzsch (xii. 293ff)); Steiner in Schenkel iv., 629f; (BB. DD.); Schürer, Neutest. Zeitgesch., p. 644 (whose views are somewhat modified, especially as respects classes of proselytes, in his 2te Aufl. § 31 V., p. 567, and his article 'Proselyten' in Riehm, p. 1240f)) and the books he refers to.
Greek Monolingual
-η, -ο / προσήλυτος, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος
αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ)
νεοελλ.
ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά ή θρησκευτικά, και έχει προσχωρήσει στην παράταξη πρώην αντιπάλων του
(μσν-αρχ.)
1. εθνικός ο οποίος είχε στραφεί προς τον ιουδαϊσμό και επιθυμούσε να προσχωρήσει στις τάξεις τών πιστών του («ὁ ἐξ ἐθνών ἐπιστρέφων ὃς ὁ προσήλυτος προεφητεύετο» Κλήμ. Αλ.)
2. Ιουδαίος ή εθνικός ο οποίος είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό («προσηλύτους καλεῑ τοὺς καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἐκ τῶν ἐθνῶν ἀγρευομένους καὶ τῷ θείῳ προσιόντας βαπτίσματι», Θεοδώρ.)
αρχ.
ξένος, πάροικος («νόμος εἷς ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ἐν ὑμῑν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προς- + -ήλυτος < -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. του ἐλεύθω «έρχομαι») + επίθημα -τος, με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἐπ-ήλυτος)].
Greek Monotonic
προσήλῠτος: -ον (προσελήλυθα), αυτός που έρχεται σε ένα μέρος, πάροικος, Λατ. advena· αυτός που έχει προσέλθει στον Ιουδαϊσμό, προσήλυτος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προσήλῠτος: ὁ новообращенный, прозелит NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσήλυτος -ον [προσέρχομαι] bekeerling, proseliet. NT.
Middle Liddell
προσήλῠτος, ον, προσελήλυθα
one that has arrived at a place, a sojourner, Lat. advena: one who has come over to Judaism, a convert, proselyte, NTest.