προπέτεια

From LSJ
Revision as of 00:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπέτεια Medium diacritics: προπέτεια Low diacritics: προπέτεια Capitals: ΠΡΟΠΕΤΕΙΑ
Transliteration A: propéteia Transliteration B: propeteia Transliteration C: propeteia Beta Code: prope/teia

English (LSJ)

ἡ,

   A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp.σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου π. Id.21.38; π. καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; π. καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2.    II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.

German (Pape)

[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.
Étymologie: προπετής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προπετής
μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία
νεοελλ.
αυθάδεια, ιταμότητα
αρχ.
1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός
2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού
3. αστάθεια
4. (για τη μύτη και για τα μάτια) προεξοχή, προβολή προς τα έξω, πέταγμα προς τα έξω.

Greek Monotonic

προπέτεια: ἡ, απερίκεπτη βιασύνη, ορμητικότητα, απερισκεψία, αδιακρισία, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

προπέτεια:
1) стремительность, порывистость, тж. опрометчивость (π. καὶ θρασύτης Dem.);
2) непостоянство (προδοσία καὶ π. Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπέτεια -ας, ἡ [προπετής] overhaasting, te grote voortvarendheid, onbezonnenheid, roekeloosheid.

Middle Liddell

προπέτεια, ἡ,
reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion, Dem., etc. [from προπετής