ψόφος
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ὁ,
A noise (prop. of one thing striking against another, Arist.de An.420a21; or of insects, which produce a sound, but not by the larynx, Id.HA535a28; opp. φωνή, Id.de An.420b29, HA535b31, al.; ψόφος μόνον [τὸ σῖγμα] Pl.Tht.203b, cf. Lg.669d, Aristox. ap. D.H.Comp.14); first in h.Merc.285, ἄτερ ψόφου; γλώσσης ψ. E. HF229; φιλημάτων S.Fr.537; ψόφοι ἀνέμων Pl.R.397a; of rolling stones, X.An.4.2.4; of footsteps, ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Th.3.22, cf. Hdt.7.218; of knocking at a door, Ar.Ra.604 (lyr.), Pl.Smp.212c; cf. ψοφέω 11; crash of a falling building, Th.4.115; also of musical instruments, λωτοῦ, κιθάρας, E.Ba.687, Cyc.443; of a trumpet, Paus.2.21.3. 2 mere sound, noise, τοῦ σοῦ ψ. οὐκ ἂν στραφείην your noise will never turn me, S.Aj.1116; κενὸς ψ. E.Rh.565; εὐδοξία ψόφος ἐστὶ μαινομένων ἀνθρώπων Diog. ap.Arr.Epict.1.24.6; ψόφοι mere sounds, of high-sounding words or names, ὁ μὴ φρονῶν . . ψόφοις ἁλίσκεται Men.737, cf. Alciphr.2.3, Luc. DMeretr.15.3, Arr.Epict.2.6.19; ψόφου πλέως, of Aeschylus, Ar.Nu. 1367; ὁ ψ. τῶν ῥημάτων, of his language, Id.Ra.492.
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, Ton, Schall, Laut, Geräusch, Getöse, Lärm; von jedem unartikulirten Schalle; zuerst bei H. h. Merc. 285; Ggstz der artikulirten φωνή, s. Hemsterh. Luc. iud. voc. 2 u. Arist. H. A. 4, 9; φιλημάτων Soph. frg. 482; auch λωτοῦ ψόφος, Flötenschall, Eur. Bacch. 687, wie κιθάρας Cycl. 442; θύρας Ar. Ran. 603; τὴν αὔλειον θύραν κρουομένην πολὺν ψόφον παρασχεῖν ὡς κωμαστῶν Plat. Conv. 212 c, u. öfter; Thuc. 4, 115; Xen. u. Folgde; vgl. Xen. An. 4, 3,29. – Auch leeres Geräusch, bloßer Schall, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην Soph. Ai. 1095; κενὸς ψόφος στάζει δι' ὤτων Eur. Rhes. 565; οὐ φιλῶ ψόφους κλύειν Ion 630; ῥημάτων Ar. Ran. 493, vgl. Nub. 1349; von dem nichtigen Beifallsklatschen od. -rufen des großen Haufens, Valck. Phoen. 397; hochtönende, leere Namen, Wörter u. Redensarten, συμβιοῦν Πτολεμαίῳ καὶ Σατράπαις καὶ τοιούτοις ψόφοις, u. was dergl. hochtönende Namen mehr sind, Alciphr. 2, 3,76; Luc. D. Meretr. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ψόφος: ἄναρθρος ἦχος, θόρυβος, κτύπος, (κυρίως ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς συγκρούσεως δύο σκληρῶν σωμάτων, Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 2· ἢ ὁ ἐκ τῶν ἐντόμων ἠχούντων ἀλλ’ οὐχὶ διὰ τοῦ λάρυγγος, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 1 κἑξ.· ἀντίθετον τῷ φωνή, π. Ψυχῆς 2. 8, 11, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, κ. ἀλλ.· ψόφος μόνον [τὸ σῖγμα] Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Νόμ. 669C, D)· πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285, ἄτερ ψόφου· ὡσαύτως, πόλις ψόφου πλέα Εὐρ. Ἴων 601· ψ. γλώσσης ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 229· φιλημάτων Σοφ. Ἀποσπ. 482· ἀνέμων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἐπὶ κυλιομένων λίθων, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 4· ὁ ἐκ τῶν βημάτων, ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22· ἐπὶ θύρας ἀνοιγομένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 604, Πλάτ. Συμπ. 212C· πρβλ. ψοφέω ΙΙ· ― ἐπὶ ἰσχυροῦ κτύπου, Θουκ. 4. 115· ― ὡσαύτως ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, ψ. λωτοῦ, κιθάρας Εὐρ. Βάκχ. 987, Κύκλ. 443· σάλπιγγος Παυσ. 2. 21, 3. 2) ἁπλοῦς ἦχος, κενὸς ἦχος, ἢ θόρυβος, τοῦ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, πρὸς τὸν σὸν θόρυβον δὲν θὰ στρέψω τὴν κεφαλήν μου, Σοφ. Αἴ. 1116· κενὸς ψόφος Εὐρ. Ρῆσ. 565· ἐντεῦθεν καὶ κενὴ ἐπικρότησις, κενὴ ἐπιδοκιμασία ἢ ἐπευφήμησις, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 397· εὐδοξία.. ψόφος μαινομένων ἀνθρώπων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 6· ψόφοι, ἦχοι κενοὶ καὶ οὐδὲν πλέον, ἐπὶ ὀνομάτων μεγάλως ἠχούντων ἢ μεγαλοπρεπῶν λέξεων, ὁ μὴ φρονῶν.. ψόφοις ἁλίσκεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 195, πρβλ. Ἀλκίφρ. 2. 3, 76. Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15· ψόφου πλέως, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1367· καὶ ψ. ῥημάτων, ἐπὶ τῆς γλώσσης αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 492. (Συγγενὲς τῷ ψόθος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. bruit, son inarticulé en gén.
II. particul. :
1 bavardage;
2 langage sonore, emphase.
Étymologie: p. *σφόφος de R. Σφυ, souffler.
English (Slater)
ψόφος
1 sound ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (Pae. 6.8)
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
αμβλύς, υπόκωφος ήχος
νεοελλ.
φρ. «μυϊκός ψόφος»
φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή
αρχ.
1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος
2. ήχος μουσικού οργάνου
3. άναρθρος ήχος ζώου
4. (γενικά) ήχος
5. κενή επιδοκιμασία («εὐδοξία ψόφος ἐστὶ μαινομένων ἀνθρώπων», Αρρ.)
6. στον πληθ. οἱ ψόφοι
α) στομφώδεις λέξεις ή φράσεις
β) (σκωπτικά) (για πρόσ.) πομπώδεις τιμητικοί τίτλοι ή πομπώδεις προσωνυμίες
7. φρ. «ψόφου πλέως» — χαρακτηρισμός του Αισχύλου (Αριστοφ.)
β) «ὁ ψόφος τῶν ῥημάτων» — ο μεγαλόπρεπος τρόπος λεκτικής έκφρασης του Αισχύλου (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό βλ. λ.].
(II)
ο, Ν
(σχετικά με ζώα και χλευαστ. με πρόσ.) θάνατος
2. (ειδικότερα) θανατηφόρα επιδημία, θανατικό
3. βοτ. κοινή ονομασία του είδους Μarsdenia (Cionura) erecta του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών μαρσδένια, αλλ. ψοφιάς
4. ζωολ. γένος ορθόπτερων εντόμων
5. φρ. «κακό ψόφο νά 'χεις»
(ως κατάρα) να βρεις κακό και άσχημο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψοφώ, που ήδη στη Μεσαιωνική χρησιμοποιείται με σημ. «παύω να ζω, ξεψυχώ», κυρίως για ζώα].
Greek Monotonic
ψόφος: ὁ,
1. κάθε άναρθρος ήχος, κρότος, θόρυβος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μουσικά όργανα, ψόφος λωτοῦ, κιθάρας, σε Ευρ.
2. απλός ήχος, κενός ήχος ή θόρυβος, σε Σοφ., Ευρ.· ψόφου πλέως, λέγεται για τον Αισχύλο, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψόφος -ου, ὁ geluid, lawaai, rumoer.
Russian (Dvoretsky)
ψόφος: ὁ
1) звук, шум, грохот HH, Thuc.: φωνὴ καὶ ψ. ἕτερόν ἐστι Arst. голос и звук - вещи разные; αἱ ἀκρίδες ποιοῦσι τὸν ψόφον Arst. саранча издает треск; ψόφοι ἀνέμων τε καὶ χαλαζῶν καὶ ἀξόνων καὶ τροχιλίων καὶ σαλπίγγων Plat. шум ветра и града, скрип осей и валов и звучание труб; τῆς θύρας ψ. Arph. скрип дверей; ψ. τῶν ὅπλων Plut. бряцание (лязг) оружия;
2) презр. трескотня, болтовня Soph.: οὐδὲν πλὴν γλώσσης ψ. Eur. одни лишь пустые речи; ὁ. ψ. τῶν ῥημάτων Arph. трескучие слова.
Middle Liddell
ψόφος, ὁ,
1. any inarticulate sound, a sound, noise, Hom., Eur., etc.; of musical instruments, ψ. λωτοῦ, κιθάρας Eur.
2. a mere sound, empty sound, noise, Soph., Eur.; ψόφου πλέως, of Aeschylus, Ar.
Frisk Etymology German
ψόφος: {psóphos}
Grammar: m.
Meaning: Schall, Geräusch, Getöse, eitler Lärm, leeres Geschwätz (seit h. Merc.).
Composita : Kompp., z.B. ψοφοδεής Geräusch fürchtend (Pl. usw.), ἄψοφος geräuschlos (S., E., Arist. u. a.).
Derivative: Davon 1. ψοφώδης geräuschvoll (Hp., Arist.). 2. -αξ m. Beiname (Inschr. Phrygien). 3. -έω, auch m. ἀπο-, συν-, ἐπι-u.a., ‘ein Geräusch od. Lärm machen, ertönen, erklingen’ (ion. att.; ngr. auch sterben, Euphemismus od. Bed.-Entlehnung? Kretschmer Glotta 26, 54f., Buck ClassPhil. 15, 39ff.) mit -ησις (ἀπο-, ἐπι-) f. das Lärmen (Kratin., Arist., Plu.), -ήματα n. pl. leeres Geschwätz (S. Inach.), -ητικός lärmend (Arist.), ἀψόφητος geräuschlos (S.), -ητί, -ητεί Adv. (Pl., D., Arist. u.a.). — Daneben aus H. in ganz abweichender Bed. ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει; μεταψέφω· μεταβουλεύομαι, μεταψέφειν· μεταμελεῖσθαι, ἀψεφέων· ἀμελῶν und ἀψεφές· ἀφρόντιστον. Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (Fr. 692).
Etymology : Kann ebenso wie ψεῦδος, ψύθος ursprünglich lautmalend sein und hängt irgendwie mit der Interj. ψό ‘pfui!’ (S. Fr. 521; "ἐπὶ τοῦ σαπροῦ καὶ μὴ συναρέσκοντος" [Ael. Dion.; vgl. A.Fr. 21 M.]) zusammen; im einzelnen dunkel. Nach H. Petersson Et. Miszellen 20 zu bhes- blasen (s. ψυχή) mit gebrochener Reduplikation. Ob und wie ψέφειν, ἀψεφές usw. damit zu vereinigen sind, steht dahin.
Page 2,1140