ῥόθος

From LSJ
Revision as of 14:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόθος Medium diacritics: ῥόθος Low diacritics: ρόθος Capitals: ΡΟΘΟΣ
Transliteration A: rhóthos Transliteration B: rhothos Transliteration C: rothos Beta Code: r(o/qos

English (LSJ)

ὁ,

   A rushing noise, roar of waves, dash of oars, ἐξ ἑνὸς ῥ. with one stroke, i.e. all at once, A.Pers.462.    2 of any confused, inarticulate sound, Περσίδος γλώσσης ῥ. the noise of the Persian (i.e. barbarian) tongue, ib.406; τῆς δὲ Δίκης ῥ. ἑλκομένης, ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι but there is tumult or confusion, when Justice is dragged whithersoever bribed judges lead her, Hes.Op.220.    3 of any rushing motion, πτερύγων ῥ. Opp.H.5.17.    4 Boeot.,= mountain path, Plu.in Hes.13; αἰγὸς ῥ. a goat-track, Nic.Th.672.

German (Pape)

[Seite 847] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης ῥόθος, das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Uebertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit einem Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων ῥόθος Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόθος: ὁ, ἦχος ὁρμητικός, θόρυβος, πάταγος, ἢ θορυβώδης ἦχος τῶν κυμάτων, ὁ πάταγος τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν κτύπημα, δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. κέλευσμα· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ θορυβώδης ἦχος τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ ὅπου ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, ῥόθος καὶ ἦχος καὶ θόρυβος γίνεται τῶν ἀδικουμένων, δηλονότι ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς πάτημαπορεία, Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις ῥοῖβδος, ῥοῖζος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit de choses qui se heurtent :
1 bruit des vagues;
2 bruit de voix;
3 bond, élan (d’une troupe).
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.

English (Slater)

ῥόθος
   1 shout πολὺν ῥθ[ο]ν ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις (Pae. 12.16)

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος του κουπιού που χτυπάει τη θάλασσατέλος δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.)
2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον
τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.)
3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος», Αισχύλ.)
4. γρήγορη, ορμητική κίνηση (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου», Ησύχ.
β. «πτερύγων ῥόθος», Οππ.)
5. θόρυβος, φασαρία («τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», Ησίοδ.)
6. μονοπάτι σε ορεινή περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή είναι η σύνδεση της λ. με την οικογένεια του ῥέω και η αναγωγή της σε ρίζα sr-edh- «βομβώ» (πρβλ. ῥώθων). Καμιά, εξάλλου, σύνδεση της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Αρχική σημ. του τ. πρέπει να θεωρηθεί η σχετική με τη θάλασσα, δηλ. ο θόρυβος τών κουπιών και ο θόρυβος τών κυμάτων, από όπου, κατ' επέκταση, ο συγκεχυμένος άναρθρος ήχος, θόρυβος, φασαρία].

Greek Monotonic

ῥόθος: ὁ,
1. ορμητικός, θορυβώδης ήχος, παφλασμός κυμάτων ή πάταγος κουπιών· ἐξ ἑνὸς ῥόθου, με ένα χτύπημα, δηλ. αμέσως, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για κάθε είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης ῥόθος, ο θορυβώδης ήχος της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

ῥόθος:
1) шум, гам (Περσίδος γλώσσης Aesch.);
2) стремительность, натиск: ἐξ ἑνὸς ῥόθου Aesch. единым натиском, разом; τῆς Δίκης ῥ. неуклонный ход Справедливости.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the roar of the waves, of the oars, metaph. noise in gen. (Hes., A. Opp.); path, trail (Nic., after Plu. in Hes. 13 Boeot.).
Other forms: S. below.
Compounds: Often as 2. member, e.g. ἁλί-ρροθος roared around by the sea (trag., Mosch.), ταχύ-ρροθοι λόγοι quickly rushing words (A.); παλι-ρρόθιος rushing back (Od., hell. epic). On ἐπίρροθος s. v.
Derivatives: ῥόθιος, f. -ιάς roaring, clamorous (ep. ε 412, also late prose), mostly -ιον, -ια n. sg. a. pl. roaring wave(s), breaking(s), high-tide, loud stroke of the oar, metaph. noise, bluster, rush (poet. Pi., trag. [mostly in lyr.], also late prose). -- To ῥόθος, prob. as denom. (cf. Schwyzer 726), ῥοθέω, also w. ἐπι-, δια-, to roar, to clamour (A., S.); ὁμο-, κακο-ρροθέω = ὁμο-, κακο-λογέω (Hp., S., E., Ar.); from ῥόθιον: ῥοθι-άζω to make a rushing sound (with the oar) (com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive word without agreement outside Greek. The comparison (Fick 2, 318) with Celt. words for liquidity, stream, OCorn. stret gl. latex, MCorn. streyth stream is semant. noncommittal and also phonetically not quite comvincing because of the final dentals (Celt. t = IE t, Gr. θ = IE dh). The connection of Germ. OHG stredan seethe, whirl, boil (J. Schmidt Voc. 2, 282 f.) has the same phonetical weaknesses. Further forms (also from Slav.) in Bq and WP. 2, 704f., Pok. 1001 f., where also on the analysis (Persson Stud. 46, 165) in sr-edh- (to ser- stream; s. ὁρμή). Cf. also W.-Hofmann s. fretum and verū. -- On ῥάθαγος s. ῥαθαπυγίζω. -- Cf. the gloss ῥάθαγος = ῥόθος sch. Nic. Th. 194, H. and ῥαθα- = ῥοθο-πυγίζω suggests that it is a Pre-Greek word (with variation).

Middle Liddell

ῥόθος, ὁ,
1. a rushing noise, dash of waves or of oars, ἐξ ἑνὸς ῥόθου with one stroke, i. e. all at once, Aesch.
2. of any confused, inarticulate sound, Περσίδος γλώσσης ῥ. the noise of the Persian (i. e. barbarian) tongue, Aesch. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

ῥόθος: {rhóthos}
Grammar: m.
Meaning: das Rauschen der Wogen, der Ruder, übertr. Gerausch im allg. (Hes., A. Opp.); Pfad, Spur (Nik., nach Plu. in Hes. 13 böot.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. ἁλίρροθος ‘meer- umrauscht’ (Trag., Mosch.), ταχύρροθοι λόγοι schnell dahinrauschende Worte (A.); zu ἐπίρροθος s. bes.
Derivative: Davon ῥόθιος, f. -ιάς rauschend, lärmend (ep. poet. seit ε 412, auch sp. Prosa), meist -ιον, -ια n. sg. u. pl. ‘rauschende Woge(n), Brandung(en), Flut, lauter Ruderschlag’, übertr. Lärm, Getöse, Ansturm (poet. seit Pi., Trag. [meist in lyr.], auch sp. Prosa); als Hinterglied u.a. in παλιρρόθιος zurückrauschend (Od., hell. Epik.). — Zu ῥόθος, wohl als Denom. (vgl. Schwyzer 726), ῥοθέω, auch m. ἐπι-, δια-, rauschen, lärmen (A., S.); ὁμο-, κακορροθέω = ὁμο-, κακολογέω (Hp., S., E., Ar. u.a.); von ῥόθιον : ῥοθιάζω ‘(mit dem Ruder) ein Geräusch machen’ (Kom.).
Etymology : Expressives Wort ohne sichere außergriech. Entsprechung. Der Vergleich (Fick 2, 318) mit kelt. Wörtern für Flüssigkeit, Fluß, acorn. stret gl. latex, mcorn. streyth Fluß ist semantisch nichtssagend und auch lautlich nicht ganz befriedigend wegen des auslautenden Dentals (kelt. t = idg. t, gr. θ = idg. dh). Die Heranziehung von germ. ahd. stredan brausen, strudeln, kochen (J. Schmidt Voc. 2, 282 f.) leidet an derselben lautlichen Schwäche. Weitere Formen (auch aus dem Slav.) bei Bq und WP. 2, 704f., Pok. 1001 f., wo auch über die Zerlegung (Persson Stud. 46, 165) in sr-edh- (zu ser- strömen; s. ὁρμή). Vgl. auch W.-Hofmann s. fretum und verū. — Zu ῥάθαγος s. ῥαθαπυγίζω.
Page 2,661