ἀποστασία

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰσία Medium diacritics: ἀποστασία Low diacritics: αποστασία Capitals: ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: apostasía Transliteration B: apostasia Transliteration C: apostasia Beta Code: a)postasi/a

English (LSJ)

ἡ, late form for ἀπόστασις,

   A defection, revolt, v.l. in D.H.7.1, J.Vit.10, Plu.Galb.1; esp. in religious sense, rebellion against God, apostasy, LXX Jo.22.22, 2 Ep.Th.2.3.    2 departure, disappearance, Olymp. in Mete.320.2.    3 distinguishing, c. gen., Elias in Cat.119.7.    4 distance, Archim.Aren.1.5.

German (Pape)

[Seite 326] ἡ, das Abfallen der Unterthanen vom Herrscher, der Abfall, Plut. Galb. 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰσία: ἡ, μεταγεν. τύπος, ἀντὶ τοῦ ἀπόστασις, ἐπανάστασις, ἐξέγερσις, Ἑβδ. (Ἰησ. κβ΄, 22, κ. ἀλλ.), διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Ἁλ. 7. 1, καὶ Πλουτ. Γαλβ. 1. 2) ἀπόστασις, διάστημα, Ἀρχιμ. Ψαμμίτ. 319: ― Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défection, abandon d’un parti ; particul. apostasie.
Étymologie: ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 revuelta, rebelión en sent. político-social, I.Vit.43, BI 7.82, 164
esp. en sent. relig. rebelión contra Dios, defección, apostasía LXX Io.22.22, 2Pa.29.19, 1Ma.2.15, Act.Ap.21.21, de la rebelión del Anticristo, 2Ep.Thess.2.3, de los ángeles caídos, Iren.Lugd.Haer.1.10.1, ἀποστασίας πατήρ del diablo, Ath.Al.Decr.27.
2 distanciamiento, separación τῶν πραγμάτων Elias in Cat.119.7
distancia de la tierra respecto a las estrellas, Archim.Aren.1
dejadez, abandono del trabajo contratado δίχα ... κλοπῆς καὶ ἀποστασίας PMasp.159.34 (VI d.C.).
3 desaparición τοῦ ὑγροῦ Olymp.in Mete.320.2.

English (Strong)

feminine of the same as ἀποστάσιον; defection from truth (properly, the state) ("apostasy"): falling away, forsake.

English (Thayer)

ἀποστασιας, ἡ (ἀφισταμαι), a falling away, defection, apostasy; in the Bible namely, from the true religion: Jeremiah 36:(29) 32 Complutensian; ἀπόστασις; see Lob. ad Phryn., p. 528; (Winer's Grammar, 24).

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀποστασία) αποσταίνω
1. στάση, εξέγερση
2. εκκλ. απάρνηση του Θεού ή της χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
1. αποσκίρτηση από ένα πολιτικό κόμμα και προσχώρηση σε άλλο
2. (για ιερείς) η εκούσια αποβολή του εκκλησιαστικού σχήματος.

Greek Monotonic

ἀποστᾰσία: ἡ, μεταγεν. τύπος του ἀπόστασις, εξέγερση, ανταρσία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστᾰσία: ἡ Plut. = ἀπόστασις 3.

Middle Liddell

late form of ἀπόστασις
defection, Plut.

Chinese

原文音譯:¢postas⋯a 阿坡-士他西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:從-站(著) 相當於: (זָנַח‎) (מֶרֶד‎) (סָרַר‎)
字義溯源:叛離,叛離本位,退步,變節,離開;源自(ἀποστάσιον)=分離);而 (ἀποστάσιον)出自(ἀφίστημι)=除去),由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(2);徒(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 叛離本位的(1) 帖後2:3;
2) 離(1) 徒21:21