καταδιώκω

From LSJ
Revision as of 16:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδῐώκω Medium diacritics: καταδιώκω Low diacritics: καταδιώκω Capitals: ΚΑΤΑΔΙΩΚΩ
Transliteration A: katadiṓkō Transliteration B: katadiōkō Transliteration C: katadioko Beta Code: katadiw/kw

English (LSJ)

   A follow hard upon, pursue closely, Th.1.49, 2.84, LXX Ps.17(18).38, PCair.Zen.439 (Pass., iii B. C.), Phld.Ir.p.29 W., etc.: metaph., try to gain, Plb.6.42.1.    2 search for, τινα Ev.Marc.1.36.    3 overdrive cattle, LXXGe.33.13.

German (Pape)

[Seite 1346] (s. διώκω), verfolgen, Thuc. 2, 84; bis an ein Ziel, εἰς τὴν θάλασσαν Xen. Hell. 1, 2, 9; Arist. H. A. 9, 36 u. S0., wie Plut. Alcib. 29; – übertr., τὴν εὐχέρειαν Pol. 6, 42, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καταδιώκω: μέλλ. -ξω ἢ -ξομαι, τρέχω κατόπιν τινὸς ὅπως συλλάβω αὐτόν, καταδιώκω, Θουκ. 1. 49., 3. 84, κτλ.· ― μεταφ., ἐπιδιώκω, Πολύβ. 6. 42, 1.

French (Bailly abrégé)

poursuivre, serrer de près.
Étymologie: κατά, διώκω.

English (Strong)

from κατά and διώκω; to hunt down, i.e. search for: follow after.

English (Thayer)

1st aorist κατεδιωξα; the Sept. often for רָדַף; to follow after, follow up (especially of enemies (Thucydides, et al.)); in a good sense, of those in search of anyone: τινα, τό ἔλεος σου καταδιώξεται με, οὐ κατεδίωξαν μεθ' ἡμῶν, ὀπίσω τίνος, to follow after one in order to gain his favor, Sirach 27:17.)

Greek Monolingual

(AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω)
κυνηγώ κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα
νεοελλ.
1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω
2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον, κατατρέχω («τον καταδιώκει ο επιθεωρητής»)
μσν.
διώχνω, απομακρύνω
αρχ.
1. επιδιώκω, προσπαθώ να κερδίσω
2. αναζητώ
3. εξαναγκάζω κάποιον να τρέξει, κάνω κάποιον να βιαστεί.

Greek Monotonic

καταδιώκω: μέλ. -ξω ή -ξομαι, καταδιώκω στενά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταδιώκω:
1) преследовать (τινὰ ἐς τὴν ἤπειρον Thuc.; εἰς τὴν θάλασσαν Xen.);
2) добиваться, стремиться приобрести (τὴν εὐχέρειαν Polyb.);
3) следовать: κατεδίωξαν αὐτόν NT они последовали за ним.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-διώκω achtervolgen. op zoek gaan naar, met acc.: κατεδίωξεν αὐτὸν Σίμον Simon ging op zoek naar hem NT Marc. 1.36.

Middle Liddell

fut. ξω or ξομαι
to pursue closely, Thuc.

Chinese

原文音譯:katadièkw 卡他-笛哦可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-追
字義溯源:追捕,搜索,尋找,追去;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(διώκω)=追求)組成;而 (διώκω)出自(δίψυχος)X*=逃走)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 追了⋯去(1) 可1:36