τέλεσμα

From LSJ
Revision as of 11:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλεσμα Medium diacritics: τέλεσμα Low diacritics: τέλεσμα Capitals: ΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: télesma Transliteration B: telesma Transliteration C: telesma Beta Code: te/lesma

English (LSJ)

ατος, τό, (τελέω)

   A money paid or to be paid, payment, D.S.29.19, Sch.Ar.Ach.615; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά OGI669.47 (Egypt, i A.D.), cf. BGU1067.14 (ii A.D.), Cod.Just.10.16.13.6; tax, γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ. POxy.1270.40 (ii A.D.); τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ. BGU917.15 (iv A.D.), cf. POxy.1647.45 (ii A.D.), etc.; outlay, IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), Supp.Epigr.3.674A16 (Rhodes, ii B.C.), Luc.JTr.11, Sat.35; τελέσμασι τοῖς αὐτῶν at their own expense, SIG581.55 (Crete, iii/ii B.C.).    II certified copy, certificate, Jahresh.7 Beibl.44 (Ephesus, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] (wie τέλος), τό, Zoll, Steuer, Abgabe, Aufwand, Luc. Saturn. 35 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τέλεσμα: τό, (τελέω) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - δαπάνη, ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. συμπλήρωσις, Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) πρᾶγμα ἀφιερωμένον, ὅπερ οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) φυλακτήριον, ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
imposition, impôt, contribution.
Étymologie: τελέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα του δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια)
2. στον πληθ. τα τελέσματα
(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από κάθε κίνδυνο
νεοελλ.-μσν.
(στο Βυζ.) φάντασμα, στοιχειό
μσν.
1. (σχετικά με συμβόλαιο) κατάρτιση, συμπλήρωση («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῡ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)
2. θαυματούργημα, θαύμαἈπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)
3. φυλαχτό
4. φρ. «δαιμόνων τέλεσμα» — διαβολικό έργο
μσν.-αρχ.
χρηματική εισφορά που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)
αρχ.
1. φόρος, δασμός («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)
2. δαπάνη, έξοδα («ἀπὸ τοῡ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», Λουκιαν.)
3. επικυρωμένο αντίγραφο, πιστοποιητικό
4. θρησκευτική τελετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του αορ. -τέλεσα του τελῶ + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

τέλεσμα: -ατος, τό (τελέω), χρήματα πληρωμένα ή που πρόκειται να πληρωθούν, πληρωμή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τέλεσμα: ατος τό
1) обложение, подать Diod.;
2) денежная сумма Luc.

Middle Liddell

τέλεσμα, ατος, τό, τελέω
money paid or to be paid, a payment, outlay, Luc.