παρέπομαι
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
A accompany, attend, Hp.Epid.1.8, etc.; of an escort, X. Ap.27 ; π. τῇ ἐκφορᾷ IPE12.17.24 (Olbia, i B. C.) : abs., Pl.Phd.89a, etc.: metaph., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν Id.Lg.667b; τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π. is common to all, Id.Tht.186a ; π. τισί to be imparted to them, Plb.4.21.1. 2to be a constant attribute, τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα Phld.Sign.23 : in Logic, τὸ παρεπόμενον consequence, necessary or accidental, Arist. SE168b31 ; τὰ παρεπόμενα concomitant circumstances, Longin.10.1. 3 τὰ παρεπόμενα γῄδια the lands appertaining to a village, POxy.1134.15 (V A. D.).
German (Pape)
[Seite 518] (s. ἕπομαι), nebenbei folgen, womit verbunden sein, τινί, Plat. Soph. 266 b Legg. II, 667 b; Arist. H. A. 6, 18; τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά, Pol. 4, 45, 6 u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρέπομαι: ἀποθ., παρακολουθῶ, τινι Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 946, Πλάτ. Νόμ. 667Β, κτλ.· μάλιστα ὡς φρουρὸς ἢ σωματοφύλαξ, Ξεν. Ἀπολ. 27· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Α, κλ.· - μεταφορ., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 667Β· τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π., εἶναι πᾶσι κοινόν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186Α· τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν, ἥτις αὐτοῖς παρέπεται, μεταδίδεται, Πολύβ. 4. 21, 1. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, τὸ παρεπόμενον, τὸ ἀναγκαῖον ἢ τυχαῖον παρακολούθημα, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 6, 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
suivre de près, accompagner, τινι.
Étymologie: παρά, ἕπομαι.
Greek Monolingual
ΝΑ έπομαι
1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω
2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τον παρακολουθώ
3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου
4. (λογ.) (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο
η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα
5. φρ. «τα παρεπόμενα τών πτωτικών ή τών ρημάτων»
γραμμ. τα γνωρίσματα τών ονομάτων ή τών ρημάτων με τα οποία χαρακτηρίζεται η έννοιά τους, όπως είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός, η πτώση για τα ονόματα, η φωνή, η διάθεση, η συζυγία, ο χρόνος, η έγκλιση, ο αριθμός και το πρόσωπο για τα ρήματα.
Greek Monotonic
παρέπομαι: μέλ. -έψομαι, αποθ., ακολουθώ κατά μήκος, ακολουθώ στενά, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παρέπομαι:
1) следовать, сопровождать (τινι Xen., Plat.);
2) (внимательно) следить (π. τε καὶ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.);
3) следовать, проистекать (τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.): τὸ παρεπόμενον Arst. (логическое) следствие.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-έπομαι begeleiden, van dichtbij volgen, met dat.; overdr., abs.: τοῦτο γὰρ μάλιστα ἐπὶ πάντων παρέπεται want dat is bij uitstek een kenmerk van alles Plat. Tht. 186a.
Middle Liddell
fut. -έψομαι
Dep. to follow along side, follow close, c. dat., Xen.; absol., Plat.