ἔριφος

From LSJ
Revision as of 16:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρῐφος Medium diacritics: ἔριφος Low diacritics: έριφος Capitals: ΕΡΙΦΟΣ
Transliteration A: ériphos Transliteration B: eriphos Transliteration C: erifos Beta Code: e)/rifos

English (LSJ)

ὁ (ἡ, Alc.Supp.24.1, GDI5029 (Crete)),

   A kid, ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι Il.16.352, cf. 24.262, Od.9.226, Alc. l.c., Orph.Fr.32c, etc.    II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc.

German (Pape)

[Seite 1031] ὁ, der junge Bock, junge Ziege, Hom. oft, wie folgde Dichter; – οἱ ἔριφοι, das Gestirn, hoedi, Zicklein, dessen Untergang Sturm verkündete, Theocr. 7, 53; Arat. 158; Callim. 48 (VII, 272).

Greek (Liddell-Scott)

ἔρῐφος: ὁ, ὁ νεαρὸς γόνος αἰγός, «κατσικάκι», ἀρνεσσιν… ἢ ἐρίφοισιν Ἰλ. Π. 352, πρβλ. Ω. 262, Ὀδ. Ι. 226 ΙΙ. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, ἀστερισμός τις (οὗ ἡ ἐπιτολὴ τῇ 23 Σεπτεμβρίου καθ’ ἡμᾶς), ὅστις προξενεῖ θυέλλας, ἐφ’ ἑσπερίοις ἐριφοις, «ἐπὶ ἐρίφοις δύνουσι· τοῦτο γὰρ δύναται τὸ ἑσπερίοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 53· ἐπ’ ἐρίφοις, ἐν καιρῷ τρικυμιώδει, Ἄρατ. 158, ἴδε Σχολ. Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chevreau, jeune bouc, animal.
Étymologie: DELG rad. i.-e.

English (Autenrieth)

kid, pl., Od. 9.220.

English (Slater)

ἔρῐφος
   1 kid ἐρίφων μεθομηρεον ?Pan. fr. 47.

English (Strong)

perhaps from the same as ἔριον (through the idea of hairiness); a kid or (genitive case) goat: goat, kid.

Greek Monolingual

ο και η (AM ἔριφος)
1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι
αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες
2. φρ. «ἐπ’ ἐρίφοις» — με τρικυμία, με καιρό τρικυμιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. εριφ- ανάγεται σε ΙΕ τ. erbhī- «δορκάς» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. heirp «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu «κριός», η αντιστοιχία όμως δεν είναι πλήρης ούτε στη μορφή ούτε στη σημασία. Πολύ αμφίβολη η σύνδεση με το αρχ. ελλ. ερῖνεός «αγριοσυκιά».
ΠΑΡ. ερίφιο(-ν)
αρχ.
εριφέας, ερίφειος, Ερίφειος, εριφιήματα].

Greek Monotonic

ἔρῐφος: ὁ,
I. νεαρό κατσίκι, αρνάκι, σε Όμηρ.
II. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, αστερισμός που βγαίνει τον Οκτώβριο, προμήνυε κακοκαιρία, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρῐφος: ὁ (in crasi ὥριφος) козленок (ἔριφοί τε καὶ ἄρνες Hom.); pl. οἱ Ἔριφοι Theocr., Anth. Козлята (три небольших звезды, в созвездии Возничего, восхождение которых 6-го октября считалось предвестником бурь).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. and f.
Meaning: young he-goat (Il., Crete); in plur. name of a constellation of stars (Demokr., Theoc.; s. Scherer Gestirnnamen 124f.).
Derivatives: Hypocoristic diminutive ἐρίφιον (Athenio Com.) with ἐριφιήματα ἔριφοι. Λάκωνες H. (on the formation Chantraine Formation 178, Schwyzer 523); adj. ἐρίφειος belonging to ἔριφος (Com., X.); Ἐρίφιος surname of Dionysos in Metapontum (Apollod.; cf. on Εἰραφιώτης); ἐριφέας (for *ἐριφίας?) χίμαρος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ἔλαφος a. o. (s. v.). - Resembles a word for goat, deer, OIr. heirp (< *erbhī?; futher Pok. 326). Much farther is Arm. oroǰ agnus, agna (< *er-oǰ, erinǰ young cow (unclear) and Italic, Lat. aries, -etis, Umbr. erietu arietem. Also in ἐρινεός wild fig an old word for buck has been supposed (s. v.). - See W.-Hofmann s. aries. Cf. Specht Ursprung 156 und 221.

Middle Liddell

ἔρῐφος, ὁ,
I. a young goat, kid, Hom.
II. ἔριφοι, οἱ, Lat. hoedi, a constellation (rising in Oct.) which brought storms, Theocr.

Frisk Etymology German

ἔριφος: {ériphos}
Grammar: m. und f.
Meaning: junger Bock, junge Ziege (ep. poet. seit Il., Kreta); im Plur. Benennung eines Gestirns (Demokr., Theok. u. a.; s. Scherer Gestirnnamen 124f.).
Derivative: Davon das hypokoristische Deminutivum ἐρίφιον (Athenio Kom., Ευ. Matt. 25, 33 u. a.) mit ἐριφιήματα· ἔριφοι. Λάκωνες H. (zur Bildung Chantraine Formation 178, Schwyzer 523 m. Lit.); Adj. ἐρίφειος [[zu ἔριφος gehörend]] (Kom., X.); Ἐρίφιος Bein. des Dionysos in Metapontum (Apollod.; vgl. zu Εἰραφιώτης); ἐριφέας (für *ἐριφίας?)· χίμαρος H.
Etymology : Bildung wie ἔλαφος u. a. (s. d.). — Zu ἔριφος stimmt fast genau ein irisches Wort für Ziege, Damtier, air. heirp (idg. *erbhī?; weitere irische Formen bei Pok. 326). Eine ganz abweichende Bildung zeigen dagegen arm. oroǰ agnus, agna (aus *er-, erinǰ junge Kuh (unklar) ebenso wie das italische Wort für Widder, lat. aries, -ĕtis, umbr. erietu arietem. Auch in ἐρινεός wilder Feigenbaum ist ein altes Wort für Bock vermutet worden (s. ebd.), das indessen überall Erweiterungen und Umbildungen erlitten hat und sich nicht mehr rekonstruieren läßt. — Reiche Lit. bei WP. 1, 135, W.-Hofmann s. aries. Vermutungen über die Stammbildung bei Specht Ursprung 156 und 221.
Page 1,560

Chinese

原文音譯:œrifoj 誒里賀士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:小山羊
字義溯源:小山羊*,山羊,山羊羔;可能出自(ἔριον)=羊毛*)
同源字:1) (ἐρίφιον)山羊羔 2) (αἴξ / ἔριφος)小山羊
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 一隻山羊羔(1) 路15:29;
2) 山羊(1) 太25:32