παριππεύω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5. 2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3. 3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77. 4 surpass, Philostr.VS1.24.9.
German (Pape)
[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
French (Bailly abrégé)
aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου
μσν.-αρχ.
(ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου
β) παραλείπω, παραμελώ
αρχ.
1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι
2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος
3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω
4. υπερβαίνω, υπερτερώ, ξεπερνώ («δεινὸν παριππεῡσαι Κυπρίους ἄρτους», Εύβουλ.)
5. ιππεύω μέχρι ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἱππεύω (< ἴππος)].
Greek Monotonic
παριππεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι έφιππος, πόντον, σε Ευρ.· ιππεύω παραπλεύρως, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παριππεύω:
1) проезжать на конях (πόντον Eur. - о Диоскурах): οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. сиракузская конница;
2) подъезжать верхом (ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ιππεύω langs... galopperen, met acc.: πόντον langs de zee Eur. Hel. 1665.
Middle Liddell
fut. σω
to ride along or over, πόντον Eur.: to ride alongside, Thuc.