λέξη

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η (AM λέξις)
1. το μικρότερο στοιχείο του προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κυρίως», Πολ.)
2. φρ. «κατά λέξη» ή «κατὰ λέξιν» ή «αὐταῑς λέξεσι» — αυτολεξεί
νεοελλ.
1. η γραπτή παράσταση της λέξης («μού έσβησε μόνο μια λέξη από το κείμενο»)
2. (πληροφ.) στοιχειώδης μονάδα χωρητικότητας της μνήμης ενός υπολογιστή, απαρτιζόμενη από αλληλουχία δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων που αποτελούν μια ενότητα
3. φρ. α) «κατά λέξη μετάφραση» ή «κατά λέξη ερμηνεία» — η μετάφραση ή η ερμηνεία η οποία ακολουθεί τη σειρά τών λέξεων του πρωτοτύπου και τίς αποδίδει πιστά, σε αντιδιαστολή με την ελεύθερη απόδοση
β) «επί λέξει» — αυτολεξεί
γ) «λέξη προς λέξη» — με κάθε λεπτομέρεια, καταλεπτώς
δ) «μην πεις λέξη» ή «μην βγάλεις λέξη» — σιωπή!
ε) «παίζω με τις λέξεις» — κάνω λογοπαίγνια, χρησιμοποιώ διαφορετικές λέξεις για να πω το ίδιο πράγμα
στ) «με μια λέξη» ή «με δυο λέξεις» ή «με λίγες λέξεις» — σύντομα, με συντομία λόγου
μσν.-αρχ.
1. ο χαρακτήρας του λόγου κάποιου, το λεκτικό, το ύφος («μηδένα λόγον αὐτῶν μηδὲ τὴν λέξιν ἐπαινεῑν», Ισοκρ.)
2. διήγηση
3. κεφάλαιο διήγησης
4. γλώσσα έθνους ή ομάδας ανθρώπων
αρχ.
1. ομιλία, λόγοςἐπειδὰν ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾱξιν», Πλάτ.)
2. σπάνιος όρος που χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση με άλλον γνωστότερο
3. το κείμενο ενός συγγραφέα, σε αντιδιαστολή με την εξήγηση του κειμένου
4. στον πληθ. αἱ λέξεις
το γλωσσάριο
5. φρ. «παρά λέξιν» — εσφαλμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκ-σις < λέγ-σις < λέγ-ω ουσιαστικό δηλωτικό της ενέργειας του λέγω (πρβλ. πρᾶξις < πράττω, λύσις < λύω).
ΠΑΡ. λεξίδιο(ν), λεξικό(ν), λεξικός
αρχ.
λεξείδιον, λεξίδριον
νεοελλ.
λεξούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λεξιγράφος, λεξιθήρας
αρχ.
λεξίθηρος
νεοελλ.
λεξιλογία, λεξιλόγιο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κυβόλεξο, σταυρόλεξο].