σύκινος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκῐνος Medium diacritics: σύκινος Low diacritics: σύκινος Capitals: ΣΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sýkinos Transliteration B: sykinos Transliteration C: sykinos Beta Code: su/kinos

English (LSJ)

η, ον, A of the figtree, σύκινον ξύλον = fig-wood, Hp.Ulc.12, Ar.V.145 (where reference is made to the pungent smoke produced by burning it, cf. Arist.Fr.227, Thphr. Ign.72); κλῳὸς σύκινος Ar.V.897; τορύνη Pl.Hp.Ma.290d sq.; σύκινα Χῖα = Chian fig-trees, PCair.Zen.33.12 (iii B.C.): the wood of the fig was proverbially cheap and useless, Zen.3.44, Sch.Ar.Pl.947: hence, 2 metaph., σύκινοι ἄνδρες = worthless, good-for-nothing fellows, Theoc.10.45; σ. σοφιστής Antiph.122.4; prov., συκίνη ἐπικουρία, of feeble, useless help, Hsch. (v. σκύτινος); συκίνη γνώμη Luc.Ind.6; σύκινος σύζυγος = a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.Pl.946. II of figs, πῶμα σύκινον = fig-wine, Plu.2.752b; ὁ σύκινος καρπός = the fig-harvest, PCair.Zen.354.20 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 973] vom Feigenbaume od. von Feigen gemacht; πόμα, ein Trank von abgekochten Feigen, Plut. amat. 5; ξύλον, Holz vom Feigenbaume, Ar. Vesp. 145 Plat. Hipp. mai. 291 c, das weich und schwammig, und deshalb nicht zu gebrauchen ist. – Dah. übertr. = unbrauchbar, untauglich, schwach, σύκινος ἀνήρ, schwacher, feiger Mensch, Ar. Plut. 946, wo der Schol. zu vgl., der ἀσθενής erklärt, aber auch eine Anspielung auf συκοφάντης darin findet; Theocr. 10, 43; γνώμη, schwacher Verstand, Luc. adv. ind. 6; ἐπικουρία, schwache Hülfe, Schol. Ar. Lys. 110.

Greek (Liddell-Scott)

σύκῐνος: -η, -ον, (σῦκον) ὁ ἐκ συκῆς, κοινῶς «συκένιος», σ. ξύλον Ἀριστοφ. Σφ. 145 (ἔνθα γίνεται λόγος περὶ τοῦ δριμέος καπνοῦ ὃν παράγει καιόμενον)· κλῳὸς σ. αὐτόθι 897· τορύνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D κἑξ.· ― τὸ ξύλον τῆς συκῆς ὡς σπογγῶδες ἦτο παροιμιωδῶς ἄχρηστον (τὸ τοῦ Ὁρατίου inutile Iignum), Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Πυρὸς 72, Πλούτ., κλπ.· ― ἐντεῦθεν, 2) μεταφορ., σύκινοι ἄνδρες, ἀνάξιοι, μηδαμινοί, Θεόκρ. 10. 45· σ. σοφιστὴς Ἀντιφάνης ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· παροιμ., συκίνη (νῦν σκυτίνη) ἐπικουρία, ἐπὶ ἀχρήστου, ἀνωφελοῦς βοηθείας, Ἡσύχ.· σ. γνώμη Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 946, ἐὰν δὲ σύζυγον λάβω τινὰ καὶ σύκινον, ἐὰν δὲ λάβω τινὰ σύντροφον ἀκόμη καὶ ἐκ ξύλου συκῆς, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφαντικός. ΙΙ. ὁ ἐκ σύκων, πόμα σ., οἶνοςποτὸν ἐκ σύκων, Πλούτ. 2. 752Β. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 315.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
I. de figuier ; fig. :
1 mou comme du bois de figuier;
2 perfide, traître;
II. préparé avec des figues (vin).
Étymologie: συκῆ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύκινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά ή αυτός που προέρχεται από τη συκιά, συκήσιος («σύκινον ξύλον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («πώμα σύκινον» — ποτό ή κρασί από σύκα, αφέψημα σύκων, Πλούτ.)
αρχ.
1. μτφ. (για πρόσ.) ανάξιος, ανίκανος, μηδαμινόςσύκινος σοφιστής», Αντιφάν.)
2. φρ. «ὁ σύκινος καρπὸς» — η συγκομιδή τών σύκων πάπ.
3. παροιμ. φρ. α) «συκίνη ἐπικουρία» — ασήμαντη, ανωφελής βοήθεια (Ησύχ.)
β) «συκίνη μάχαιρα» — συκοφαντία (Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

σύκῐνος: -η, -ον (συκῆ),·
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο συκιά, σύκινον ξύλον, κορμός, ξύλο συκιάς, σε Αριστοφ.· το ξύλο της συκιάς ήταν σπογγώδες και άχρηστο στην ξυλουργική (inutile lignum, σε Οράτ.), σε Πλάτ.· απ' όπου·
2. μεταφ., σύκινοι ἄνδρες, άχρηστοι άντρες, σε τίποτε καλοί, σε Θεόκρ.· συκίνη σύζυγος, άπιστη, σύζυγος που απατά τον άντρα της· λογοπαίγνιο στη λέξη συκοφαντικός, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύκινος -η -ον [σῦκον] van de vijgenboom, van vijgenhout:. σ. ξύλον stuk vijgenhout. overdr. waardeloos, zwak, rot.

Russian (Dvoretsky)

σύκῐνος: (ῑ)
1) из фигового дерева, смоковничный (κλῳός Arph.; τορύνη Plat.; φύλλα Arst.): καπνὸς ξύλου συκίνου Arph. дым от смоковничных дров, т. е. очень едкий;
2) (ввиду губчатости и непригодности фиговой древесины) негодный, дрянной (ἄνδρες Theocr.; σύζυγος Arph.): ἡ συκίνη γνώμη Luc. тупоумие;
3) приготовленный из фиг (πόμα Plut.).

Middle Liddell

σύκῐνος, η, ον συκῆ
1. of the fig-tree, ς. ξύλον fig wood, Ar.:—the wood of the fig was spongy and useless (Horace's inutile lignum), Plat.:—hence,
2. metaph., σύκινοι ἄνδρες worthless, good-for-nothing fellows, Theocr.; ς. σύζυγος a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.

English (Woodhouse)

made of fig-wood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)