εμβάλλω

From LSJ
Revision as of 17:06, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμβάλλω)
1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. μπήγω, σφηνώνω
3. (για πλοίο) κάνω εμβολή
νεοελλ.
φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» — προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ.
αρχ.
Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει
2. ακουμπώ, τοποθετώ
3. προκαλώ τη γένεση, εμπνέω
4. εκσφενδονίζω
5. (για εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος) επαναφέρω, ανατάσσω, τοποθετώ στη θέση του
6. (για φυτά) φυτεύω
7. ρίχνω σε κάποιον κάτι
8. παρεμβάλλω λέξη ή γράμμα ή μήνα
9. (για σπίτι) γκρεμίζω
10. (για τάφρο) ανασκάπτω
11. πληρώνω, συνεισφέρω, καταβάλλω
12. καταγγέλλω ένοχο
13. κάνω επιδρομή, εισβάλλω
14. γεν. επιτίθεμαι, ενσκήπτω, εισέρχομαι ορμητικά
15. (για νερό) ορμώ, προσκρούω σε κάτι
16. κωπηλατώ
17. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι
18. επιβάλλω
ΙΙ. μέσ.
1. ρίχνω κάτι μέσα («ἐμβαλοῡ εἰς τὸ πλοῖον ἅλας»)
2. πέφτω με τα μούτρα
3. επιβιβάζομαι στο πλοίο
4. επιδίδομαι, καταγίνομαι
5. φρ. α) «ἐμβάλλω τὴν χεῑρά τινι» — δίνω το χέρι σε κάποιον, του σφίγγω το χέρι
β) «ἐμβάλλω χεῖρα δεξιάν» — δίνω το δεξί μου χέρι ως διαβεβαίωση ότι θα τηρήσω την υπόσχεσή μου.