ἀντέρως
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ωτος, ὁ, A return-love, love-for-love, Pl.Phdr.255d, Ach.Tat. 1.9, Them.Or.24.305a. II Anteros, personified as a god who avenged slighted love, Paus.1.30.1, etc.:—but also (as it seems) a god who struggled against Ἔρως, Id.6.23.5. III name of a gem, Plin. HN37.123 (pl.).
German (Pape)
[Seite 247] ωτος, ὁ, Gegenliebe, Plat. Phaedr. 255 d, richtig von Bekk. für ἀντ' ἔρωτος geschrieben; vgl. Plut. Alc. 4. S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέρως: -ωτος, ὁ ἀμοιβαῖος ἔρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 225D, Βεκκ. Ἀχ. Τάτ. 1. 9. ΙΙ. Ἀντέρως, κατὰ προσωποποίησιν, θεὸς τιμωρῶν τοὺς περιφρονοῦντας τὸν ἔρωτα, Παυσ. 1. 30, 1, κτλ.· ὁ τοῦ Ὀβιδίου Deus ultor (Μεταμορφ. 14. 750), πρβλ. Κικ. N. D. 3. 23: ― ἀλλ’ ὡσαύτως (ὡς φαίνεται) θεὸς ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τοῦ Ἔρωτος Παυσ. 6. 23, 5. ― Περὶ παραστάσεων τοῦ Ἀντέρωτος ἐν ἔργοις τῆς τέχνης, ἴδε Μυλλέρου Ἀρχ. Τεχν. § 391. 8.
Spanish (DGE)
-ωτος, ὁ
1 amor dado en correspondencia, εἴδωλον ἔρωτος ἀντέρωτα ἔχων Pl.Phdr.255d, τὸ συνειδὸς τοῦ φιλεῖσθαι τίκτει ... ἀντέρωτα Ach.Tat.1.9.6, cf. Ael.NA 2.6.
2 especie de amatista Plin.HN 37.123 (plu.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀντέρως)
ονομασία πολύτιμου λίθου
αρχ.
αμοιβαίος έρωτας, έρωτας με ανταπόκριση.
Greek Monotonic
ἀντέρως: -ωτος, ὁ, έρωτας σε ανταπόδοση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντέρως: ωτος ὁ взаимная любовь Plat., Plut.