παροικοδομέω

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικοδομέω Medium diacritics: παροικοδομέω Low diacritics: παροικοδομέω Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: paroikodoméō Transliteration B: paroikodomeō Transliteration C: paroikodomeo Beta Code: paroikodome/w

English (LSJ)

A build across or past, Th.2.75; παροικοδομέω ἡμῖν τεῖχος Id.7.11.
II build up, παροικοδομέω τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32; παροικοδομέω τὸ ὕδωρ = keep the water off by a wall, D.55.17.

German (Pape)

[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.

Greek Monotonic

παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παροικοδομέω:
1) строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2) застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3) замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οικοδομέω bouwen naast.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build beside or across, Thuc.

Greek Monolingual

παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].