ἀντίξοος

From LSJ
Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίξοος Medium diacritics: ἀντίξοος Low diacritics: αντίξοος Capitals: ΑΝΤΙΞΟΟΣ
Transliteration A: antíxoos Transliteration B: antixoos Transliteration C: antiksoos Beta Code: a)nti/coos

English (LSJ)

ον, contr. ἀντί-ξους, ουν:—Ion. word, A opposed to, adverse, ἐλπόμενοι οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον Hdt.7.218, cf. 6.50; τὸ . . τοῖσι Σκύθῃσι ἀ. 4.129; στρατὸν . . ἀ. Πέρσῃσι 6.7:—abs., ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον 8.119; δοῦρα ἀ. γόμφοις A.R.2.79; τὸ ἀντίξοον opposition, Hdt.1.174; τὸ ἀ. συμφέρον Heraclit.8; of diseases and remedies, Aret.SA2.4, CA2.1. Adv. ἀντιξόως in hostile spirit, Philostr.VA 7.36. II τὸ ἀ. the opposite side of the compass, Placit.2.12.1. (Prob. from ξέω 'hew'.)

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν Heraclit.B 8
1 de pers. y en usos militares colocado enfrente, adverso, enemigo c. dat. ἐγίνοντο αὐτῷ ἀντίξοοι se le enfrentaron Hdt.6.50, στρατὸν ... ἀντίξοον Πέρσῃσι Hdt.6.7, ἐλπόμενοι γὰρ οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον ἐνεκύρησαν στρατῷ pues no esperando que se les apareciera nada adverso se encontraron con un ejército Hdt.7.218, abs. ἀντίξοος ὁρμή ataque frontal Nonn.D.17.194.
2 de cosas y abstr. contrario, adverso, opuesto τὸ ἀντίξουν συμφέρον lo opuesto coincide Heraclit.B 8, τὸ δὲ ... τοῖσι Σκύθῃσι ἀντίξοον esto ... (era) un inconveniente para los escitas Hdt.4.129, de opiniones ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον Hdt.8.119, ἀντίξοα φρονεῖν tener una opinión contraria Luc.Astr.2, cf. Trag.178, de enfermedades y remedios, Aret.SA 2.3.1, CA 2.1.1, ἀντίξους ... διχοφροσύνη desavenencia con puntos de vista opuestos Call.Fr.43.73
subst. τὸ ἀ. oposición ἔπεμπον ἐς Δελφοὺς ... ἐπειρησομένους τὸ ἀντίξοον enviaron a Delfos ... a averiguar lo que se oponía (a sus propósitos), Hdt.1.174
en sent. material colocado enfrente, ensamblado νήια δοῦρα θοοῖς ἀντίξοα γόμφοις las tablas de un navío, ensambladas con agudos clavos A.R.2.79
τὸ ἀ. el punto opuesto en la esfera terrestre (el polo Sur con relación al Norte) Placit.2.12.1.
3 adv. -ως en tono hostil (λόγους) ἀ. ... εἶπας Philostr.VA 7.36.

German (Pape)

[Seite 256] P. auch ἄντιξος, eigtl. entgegengehobelt, so daß es in einander paßt, δοῦρα θοοῖς ἀντίξοα γόμφοις AP. Rh. 2, 79; feindlich entgegengekehrt, zuwider, Her., im Ggstz von σύμμαχος, 4, 129; τινί, 6, 7 u. öfter; so Arist. Eth. 8, 1 u. Sp., die auch zusammengezogen ἀντίξους haben.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
raclé à rebours ; contraire, opposé, ennemi de, τινι : τὸ ἀντίξοον HDT opposition.
Étymologie: ἀντί, ξέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίξοος: стяж. ἀντίξους 2 противодействующий, враждебный (στρατόν, γνώμη Her.): ἐγίνοντο ἀντίξοοι αὐτῷ Her. они оказали ему противодействие.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίξοος: -ον, συνῃρ. -ξους, ουν, Ἰων. λέξ., ἐναντίος τινί, ἐλπόμενοι οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον Ἡρόδ. 7. 218, πρβλ. 6. 50· τὸ ... τοῖσι Σκύθῃσι ἀντ. 4. 129· στρατὸν ... ἀντ. Πέρσῃσι 6. 7: - ἀπολ., ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον 8. 119· ἀντ. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· τὸ ἀντίξοον, ἐναντιότης, Ἡρόδ. 1. 174· τὸ ἀντ. συμφέρον Ἡρακλ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6. - Ἐπίρρ. ἀντιξόως, ἐχθρικῶς, Φιλόστρ. 315. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ουσα ξέω, ἂν καὶ δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἴδῃ τις τὴν σχέσιν τῶν ἐννοιῶν).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίξοος, -οον κ. ἀντίξους, -ουν)
ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός
νεοελλ.
φρ. «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον
η αντίθετη πλευρά
2. φρ. «δοῦρα ἀντίξοα» — πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -ξοος < ξέω «λειαίνω, ομαλύνω, λαξεύω»].

Greek Monotonic

ἀντίξοος: -ον, συνηρ. -ξους, -ουν (ξέω), αντίθετος, ανάποδος, σε Ηρόδ.· τὸ ἀντίξοον, αντίθεση, στον ίδ.

Middle Liddell

[ξέω?]
opposed, adverse, Hdt.:— τὸ ἀντίξοον opposition, Hdt.