ἐπῳδή

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῳδή Medium diacritics: ἐπῳδή Low diacritics: επωδή Capitals: ΕΠΩΔΗ
Transliteration A: epōidḗ Transliteration B: epōdē Transliteration C: epodi Beta Code: e)pw|dh/

English (LSJ)

Ion. and poet. ἐπαοιδή, ἡ,
A song sung to or song sung over: hence, enchantment, spell, ἐπαοιδῇ δ' αἷμα..ἔσχεθον Od.19.457, cf. Pi.P.4.217; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj. 582; of the Magi, Hdt.1.132; μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A.Pr. 174, cf. S.OC1194; ἐπῳδὰς ἐπᾴδειν X.Mem.2.6.10 sq.; ἐπῳδαῖς ἁλίσκεσθαι Anaxandr.33.13; οὔτε φάρμακα..οὐδ' αὖ ἐπῳδαί Pl.R. 426b; θυσίαι καὶ ἐ. ib.364b; τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐ. Id.Smp.202e, etc.: c. gen. obj., charm for or against.., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ A.Eu.649.
II apptly., = ἐπῳδός ΙΙ, Poet.Oxy.661.21 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
chant ou parole magique, charme, particul. pour guérir une blessure ; p. ext. chant ou parole pour adoucir une souffrance, parole de consolation ; charme, amulette contre, gén..
Étymologie: ἐπί, ᾠδή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῳδή: эп.-ион. ἐπαοιδή
1) эпода, волшебная песнь, магический заговор, заклинание Her., Plut.; ἐπαοιδῇ αἷμα ἔσχεθον Hom. (дети Автолика) заговором остановили кровотечение (у Одиссея); οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Soph. не в обычае умного врача унимать заклинаниями зло, которое должно быть отсечено (железом); αἱ περὶ τὰς ἐπῷδάς Arst. заклинательницы, волшебницы;
2) целительное средство: τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ Aesch. средств против этого (т. е. смерти) не создал Отец (т. е. Зевс);
3) слово утешения (μελίγλωσσος Aesch.; φίλων Soph.);
4) заклинательница Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῳδή: Ἰων. καὶ ποιητ. ἐπαοιδή, ἡ, ᾆσμα ἀδόμενον ἐπί τινος, μαγικὸν ᾆσμα, μαγικοὶ λόγοι, μαγγανεία, ἐνχρήσει πρὸ πάντων πρὸς θεραπείαν τραυμάτων, ἐπαοιδῇ δ’ αἷμα... ἔσχεθεν Ὀδ. Τ. 457, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 384· οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι, δὲν εἶναι ἴδιον σοφοῦ ἰατροῦ νὰ θρηνολογῇ ἐπῳδὰς ἐπὶ ἕλκους ἀπαιτοῦντος ἐντομήν, Σοφ. Αἴ. 582· ἐπὶ τῶν Μάγων, Ἡρόδ. 1. 132· καὶ μ’ οὔτε μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 174· φίλων ἐπῳδαῖς Σοφ. Ο. Κ. 1194, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 10 κἑξ.· ποίαις ἐπῳδαῖς ἢ λόγοις ἁλίσκεσθαι Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 16· οὔτε φάρμακα..., οὐδ’ αὖ ἐπῳδαὶ Πλάτ. Πολ. 426Β· θυσίαι καὶ ἐπ. αὐτόθι 364Β· τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 202Ε, κτλ.: μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, μαγεία διά τι ἢ ἐναντίον τινός..., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησε πατὴρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 649.

Spanish

conjuro, fórmula para alejar un mal, cántico, himno, hechizo, encantamiento

Greek Monolingual

η (AM ἐπωδή
Α και ἐπαοιδή)
μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)
αρχ.
1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.)
2. ευχάριστο τραγούδι
3. ἐπῳδὸς άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωδή, συνηρημένος τ. του αοιδή (< αείδω «τραγουδώ» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. άδω) που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα αοιδ- του θ. αειδ-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ τών ομόρριζων επωδή και ἐπῳδὸς. Επωδή σημαίνει «ξόρκι», ενώ η λ. επῳδός δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο μέρος ενός τραγουδιού» (πρβλ. ρεφραίν)].

Greek Monotonic

ἐπῳδή: Ιων. και ποιητ. ἐπαοιδή, ἡ, μαγευτικό τραγούδι, γήτευμα, μάγια, ξόρκι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., ξόρκι για ή εναντίον ενός πράγματος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


a song sung to or over: an enchantment, charm, spell, Od., Hdt., attic: c. gen. objecti, a charm for or against a thing, Aesch.

English (Woodhouse)

charm, enchantment, spell, charm against

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

ἡ tb. ἐπαοιδή 1 conjuro, fórmula para alejar un mal ἐπαοιδὴ πρὸς πᾶν κατάκαυμα conjuro contra toda quemadura P XX 5 ἐπαοιδὴ πρὸς κεφαλῆς πόνον conjuro contra el dolor de cabeza P XX 13 2 en general cántico, himno a un dios, solicitando su ayuda con fines eróticos bien por medio de un demon ὅταν τελέσῃς πάντα τὰ προειρημένα, κάλει τῇ ἐπαοιδῇ cuando hayas realizado todo lo dicho anteriormente, invócalo con este cántico P I 296 πέμψον δαίμονα τοῦτον ἐμαῖς ἱεραῖς ἐπαοιδαῖς envía este demon a mis sagrados cánticos P I 317 μηδὲ σὺ μηνίσῃς ἐπ' ἐμαῖς ἱεραῖς ἐπαοιδαῖς tú no te encolerices con mis sagrados cánticos P I 322 P IV 452 P IV 1975 P IV 2788 o bien directamente δεῦρ' Ἑκάτη, πυρίβουλε, καλῶ σε ἐπ' ἐμαῖς ἐπαοιδαῖς aquí, Hécate, de ardiente consejo, te invoco con mis cánticos P IV 2752 ἡμετέρη βασίλεια, θεά, μόλε ταῖσδ' ἐπαοιδαῖς reina nuestra, diosa, acude a nuestros cánticos P IV 2927 SM 42 5 3 hechizo, encantamiento gener. con fines eróticos τελέσατέ μοι τὴν τελείαν ἐπαοιδήν cumplidme el encantamiento completamente P IV 295 P IV 2939 P VII 992 P XX 3 (fr. lac.) SM 45 53 SM 72 1.14 SM 72 1.27 SM 72 2.8 SM 72 2.25 SM 73 2.18 (fr. lac.) ἐπὶ μήλου ἐπῳδή encantamiento con una manzana SM 72 1.5

German (Pape)

ἡ, = ἐπαοιδή, das dabei, dazu Gesungene, bes. der Zauber- oder Bannspruch, der bei körperlichen Schmerzen und Krankheiten gesungen oder gesprochen wurde, um sie zu lindern oder zu heilen, οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ, θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Soph. Aj. 579; τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ, dafür, dagegen, Aesch. Eum. 633; Plat. und Folgde. – Bezaubernde, besänftigende Rede, νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς Soph. O.C. 1194; ἐπῳδαὶ καὶ λόγοι θελκτήριοι Eur. Hipp. 478; φίλτρ' ἐπῳδῶν Phoen. 1260, vom einschmeichelnden, bezaubernden Gesange der Sirenen, Xen. Mem. 2.6.11, vgl. 3.11.16.