κατάπτυστος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, also η, ον Anacr.152; to be spat upon, abominable, Anacr. l.c., A.Ch.632 (lyr.), Eu.68; ὦ κ. κάρα E.Tr.1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.
German (Pape)
[Seite 1373] zum Anspeien, verabscheuungswerth; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conspué, digne de mépris.
Étymologie: καταπτύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
Russian (Dvoretsky)
κατάπτυστος: 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, πάθος Aesch.): ὦ κατάπτυστον κάρα! Eur. о, презренная тварь!
Greek (Liddell-Scott)
κατάπτυστος: -ον, ἄξιος νὰ καταπτυσθῇ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, ὡσαύτως η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, ἄξιος καταφρονήσεως, Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) καταπτύω
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.
Greek Monotonic
κατάπτυστος: -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός, απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
Middle Liddell
κατάπτυστος, ον καταπτύω
to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.
English (Woodhouse)
abominable, loathsome, loathesome
Mantoulidis Etymological
(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό καταπτύω → κατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.