ὀγκώδης

From LSJ
Revision as of 11:41, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκώδης Medium diacritics: ὀγκώδης Low diacritics: ογκώδης Capitals: ΟΓΚΩΔΗΣ
Transliteration A: onkṓdēs Transliteration B: onkōdēs Transliteration C: ogkodis Beta Code: o)gkw/dhs

English (LSJ)

(A), ες, (ὄγκος B) A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, of a horse, X.Eq.1.12; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA674b24. 2 bulky, σώματα ὀγκώδη, of birds, ib.694a11, cf. GA749b32 (Comp.). II metaph., puffed up, Pl.Men.90a; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων weightiest, Arist.Po.1459b35; ὀγκώδη ποιήματα bombastic, Phld. Po.5.5; τὸ ὀγκῶδες = turgidity, D.H.Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.
(B), ες, (ὀγκάομαι) A given to braying, ὄνων ὀγκωδέστερος Ael.NA12.34.

German (Pape)

[Seite 291] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχθής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
gros, fort;
Cp. ὀγκωδέστερος.
Étymologie: ὀγκόω, -ωδης.
2ης, ες :
qui brait avec force;
Cp. ὀγκωδέστερος.
Étymologie: ὀγκάομαι, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκώδης:
1 набухший, раздутый (πλευρά Xen.; μέρος τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2 крупный, полный или толстый (ὀ. καὶ πολύτροφος Plut.);
3 надутый, кичливый, чванный (ὀ. καὶ ἐπαχθής Plat.);
4 полный достоинства, величавый (τὸ μέτρον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκώδης: -ες, (ὄγκος Β, εἶδος) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· μέρος τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) μέγας τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ κόμπος, στόμφος, Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.

Greek Monolingual

(I)
-ες (ΑΜ ὀγκώδης, -ῶδες) όγκος (Ι)
1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.)
2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)
νεοελλ.
άκομψος, βαρύς, μπατάλικος, χοντροκομμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλος
2. αυτός που κομπάζει, επηρμένος («οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς πολίτης», Πλάτ.)
3. αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», Αριστοτ.)
4. (για όρχηση και για την αιολική αρμονία) μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ογκώδες
ο στόμφος, το πομπώδες ύφος, η κομπορρημοσύνη·
(II)
ὀγκώδης, ὀγκῶδες (Α) ογκώμαι
αυτός που είναι επιρρεπής στο να ονκάται, να γκαρίζει («ὄνος ὀγκωδέστερος», Αιλ.).

Greek Monotonic

ὀγκώδης: -ες (ὄγκος Β, εἶδος
I. διογκωμένος, φουσκωμένος, σε Ξεν.
II. μεταφ., πομπώδης, αλαζόνας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀγκ-ώδης, ες [ὄγκος2, εἶδος
I. swelling, rounded, Xen.
II. metaph. swollen, inflated, Plat.

English (Woodhouse)

swollen, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

swollen

Arabic: مُنْتَفِخ‎‎, مُتَوَرِّم‎; Egyptian Arabic: وارم‎; Belarusian: апухлы; Bulgarian: издут; Chinese Mandarin: 腫, 肿, 腫脹的, 肿胀的, 膨脹的, 膨胀的; Czech: opuchlý, zduřelý, nabobtnalý, nateklý, vzedmutý, dmoucí se; Esperanto: ŝveligita; Finnish: ajettunut, turvonnut, paisunut; French: enflé, gonflé; German: angeschwollen, geschwollen; Greek: πρησμένος, φουσκωμένος; Japanese: 腫れた, 盛り上がった; Korean: 부푼, 부은; Latin: tumidus, aemidus; Maori: matakoma, tetere, uruuru; Norwegian Bokmål: svullen; Nynorsk: svullen, svollen; Occitan: conflat, bufat, bofat, embofit, espompit; Polish: spuchnięty; Russian: опухший, вздутый, набухший, отёкший, опухлый; Slovak: opuchnutý; Ukrainian: опухлий; Westrobothnian: sulli

bulky

Arabic: ضَخْم‎; Bulgarian: обемист, масивен; Catalan: voluminós; Czech: objemný; Dutch: lijvig, omvangrijk, dik; Finnish: kookas, iso; French: gros, corpulent, volumineux; German: massig, wuchtig; Greek: ογκώδης; Hungarian: nagy terjedelmű; Italian: voluminoso, massiccio, ingombrante; Korean: 거대한; Occitan: voluminós; Polish: masywny; Portuguese: grosso, volumoso, massudo; Romanian: mare, voluminos; Russian: объемистый; Scottish Gaelic: tomadach; Serbo-Croatian: krupan, velik; Slovak: objemný; Spanish: voluminoso; Swedish: skrymmande; Walloon: håynûle