ἐφόριος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον, (ὅρος) A bordering on, Ῥωμαίων App.BC5.9; on the border or frontier, ἀγορὰ ἐ., where the people of adjacent states met for market and other purposes, IG12.115.27 ( = D.23.37); ἐ. πόλεις Aristid.Or.26(14).81; στήλη Poll.9.8; δένδρα prob. in Ostr.Strassb. 772 (ii A. D.). II ἐφόρια, τά, boundaries, PFay.23 (a).5 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1122] α, ον, an der Gränze, ἀγορὰ ἐφορία, der Gränzmarkt, wo die Leute aus angränzenden Bezirken zum Handel zusammenkommen, Dem. 23, 37, im Gesetz, von Dem. selbst ib. §. 39 erkl.; – an der Gränze stehend, Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est ou a lieu sur la frontière;
2 qui borne, qui limite.
Étymologie: ἐπί, ὅρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐφόριος: приграничный (ἀγορά Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφόριος: -α, -ον, (ὅρος) συνορεύων, γείτων, Ρωμαίων καὶ Παρθυαίων ὄντες ἐφόριοι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5.9· ἐπὶ τῶν συνόρων, ἀγορᾶς ἐφορίας Νόμος παρὰ Δημ. 631 ἐν τέλει, ἐξηγεῖται δὲ τὴν λέξιν αὐτὸς ὁ Δημοσθένης ὀλίγον κατωτέρω (632, 24) «ἀγορᾶς ἐφορίας· τί τοῦτο λέγων; τῶν ὁρίων τῆς χώρας· ἐνταῦθα γάρ, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖ, τἀρχαῖα συνῇσαν οἱ πρόσχωροι παρὰ θ’ ἡμῶν καὶ τῶν ἀστυγειτόνων, ὅθεν ὠνόμακεν ἀγορὰν ἐφορίαν», δηλ. ἀγορὰν γινομένην ἐν τοῖς συνόροις, ἔνθα οἱ ὅμοροι λαοὶ συνήρχοντο χάριν ἀγοραπωλησίας ἢ δι’ ἄλλον λόγον, ἴδε σημ Weber ἐν τόπῳ, Πολυδ. Θ΄, 8· πόλεις ἐφορίας ἐδείμασθε Ἀριστείδ. τ. 1. σ. 219· στήλη ἐφορία Πολυδ. Θ΄, 8.
Greek Monolingual
ἐφόριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει
2. αυτός που γίνεται στα όρια, στα σύνορα («αγορά εφόριος» — αγορά που γίνεται στα σύνορα, όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για άλλο σκοπό, Επιγρ.)
3. παραμεθόριος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐφόρια
τα σύνορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅριον (< ὅρος «σύνορο»)].
Greek Monotonic
ἐφόριος: -α, -ον (ὅρος), αυτός που βρίσκεται στα σύνορα ή στα όρια, συνοριακός, γειτονικός, παρά Δημ.