ἴκελος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, poet. and Ion. form of εἴκελος, like, resembling, τινι Il.11.467, al., Hes.Sc.198, Sapph.Supp.20b.1, B.Fr.19, Hdt.3.81, Hp.Epid.3.4, Ar.Av.575, Theoc.2.51, etc.; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ. like foxes in disposition, Pi.P.2.77; ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ. Democr.224: c. gen., θέας ἰκέλαν dub. in Sapph.Supp.25.4. Adv. ἱκέλως, c. dat., in the same way as, Hp.Gland.8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.
German (Pape)
[Seite 1247] p. u. ion. = εἴκελος, ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: R. Ϝικ, v. *εἴκω.
Russian (Dvoretsky)
ἴκελος: дор. v.l. ἴκελος 3 (ῐ) эп.-ион. (= εἴκελος) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἴκελος: ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. τύπος τοῦ εἴκελος, ὅμοιος, ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
English (Autenrieth)
(ϝικ.), like, resembling.
English (Slater)
ῐκελος resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
Greek Monolingual
ἴκελος, -έλη, -ον (Α)
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. είκελος.
επίρρ...
ἰκέλως (Α)
(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκ-ελος
η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰκ- της ρίζας weik- «αποδεικνύομαι αληθής» τών ρ. εικάζω, έοικα. Το επίθημα -ελος εμφανίζεται κυρίως σε μεταρρηματικά παράγωγα (πρβλ. ευτράπελος, στυφελός). Ο τ. ίκελος έχει παράλληλο τ. είκελος, ο οποίος εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, εκτός από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την ίδια συχνότητα].
Greek Monotonic
ἴκελος: [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. τύπος του εἴκελος, όμοιος, παρόμοιος, ανάλογος, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: comparable, resembling (Il.).
Other forms: also εἴκελος (after εἰκών, εἰκάζω etc.; orig. perhaps for metr. lengthened ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Compounds: As 2. member a. o. in θεο-(ε)ίκελος god-like (Il.) and in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος resembling (Hom., Hdt.) from ἐπι-, προσ-έοικα; cf. also on ἐπιεικής.
Derivatives: ἰκελόω make identical (AP).
Origin: IE [Indo-European] [1129] *ueik- resemble
Etymology: Old formation on the basis of the zero grade of ἔοικα (s. v.) with λο-suffix (Chantr. Form. 243); cf. ἀ-ϊκής beside ἀ-εικής.
Middle Liddell
ἴκελος, [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic form of εἴκελος,]
like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind.
Frisk Etymology German
ἴκελος: {íkelos}
Forms: auch εἴκελος (nach εἰκών, εἰκάζω usw.; urspr. vielleicht nur für metrisch gedehntes ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Meaning: vergleichbar, ähnlich (ep. ion. poet. seit Il.).
Composita : Als Hinterglied u. a. in θεο-(ε)ίκελος götterähnlich (Il.) und in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος ähnlich (Hom., Hdt.) von ἐπι-, προσέοικα; vgl. auch zu ἐπιεικής.
Derivative: Davon ἰκελόω gleich machen (AP).
Etymology : Altertümliche Bildung auf Grund der Schwundstufe von ἔοικα (s. d.) mit λο-Suffix (Chantraine Formation 243); vgl. ἀϊκής neben ἀεικής.
Page 1,716