ἐλευθερόω
English (LSJ)
A set free, τὰς Ἀθήνας Hdt.5.62; Ἰωνίην Id.4.137; πατρίδα A.Pers.403; πόλιν Id.Ch.1046, D.21.144; δούλους Th.8.15, etc.; ἐ. τὸν ἔσπλουν set the entrance free, clear it, Id.3.51; release a debtor, Hdt.6.59; τό γ' εἰς ἑαυτὸν πᾶν ἐλευθεροῖ στόμα he keeps his tongue altogether free, i.e. does not commit himself by speech, S. OT706; free from blame, acquit, τινά X.HG1.7.26:—Pass., to be set free, Hdt.1.95,127, al.; τυράννων Id.5.62; indulge in licence, Pl.R. 575a.
2 c.gen., set free, release from, φόνου E.Hipp.1449; χρεῶν Pl.R. 566e; ἀρότρου βοῦν Hld.5.23; also ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα, i.e. ceasing to flee, E.HF1010:—Pass., τῶνδε τῶν τόπων ἐ. Pl. Phd.114b; ἀπὸ τῶν πλουσίων Id.R.569a.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tiempos en pasado de ind. frec. sin aum.]
I c. ac. de pers.
1 ref. pueblos liberar, librar
a) del dominio extranjero ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ' A.Pers.403, Ἰωνίην Hdt.4.137, τινας τῶν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ πόλεων Decr. en D.18.84, cf. Aeschin.Ep.11.6, Plb.18.45.3, τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Str.6.2.4, cf. Aristid.Or.2.327
•en v. med.-pas. conseguir la propia libertad ἀπωσάμενοι τὴν δουλοσύνην ἐλευθερώθησαν los medos frente a los asirios, Hdt.1.95, cf. 127, οἱ δ' Ἕλληνες ἠλευθερώθησαν Isoc.9.56, καὶ ἐκ τούτων ὅμως ἀμφοτέρων ἠλευθερώθημεν Lycurg.61, ἡ δ' Ἀντίπολις ... ἐλευθερωθεῖσα τῶν παρ' ἐκείνων προσταγμάτων Str.4.1.9;
b) de la tiranía y otros regímenes autoritarios τὰς Ἀθήνας Hdt.5.62, ἐλευθερώσας πᾶσαν Ἀργείων πόλιν ref. Orestes, A.Ch.1046, cf. D.21.144, τὴν πατρίδα App.BC 4.69, c. gen. o prep. y gen. τὰς τῆς Μακεδονίας πόλεις ... ἀπὸ Ἀμύντου τοῦ Μακεδόνων βασιλέως X.HG 5.2.12, τὸ ἔθνος ... ἡγεμονίας App.BC 3.30, τὴν πόλιν ἐκ τυραννίδος Them.Or.3.44a, en v. pas. ἀλλ' ἵνα ἀπὸ τῶν πλουσίων ... ἐλευθερωθείη ref. al dominio oligárquico, Pl.R.569a, cf. 575a.
2 ref. al individuo liberar de males, sufrimientos, desgracias:
a) c. gen. o constr. prep. de gen. μιᾶς δ' ἔμ' ... συμφορᾶς E.Heracl.790, σε τοῦδ' ... φόνου E.Hipp.1449, τὴν ψυχὴν ... φροντίδος Ph.1.185, οὐδὲ θανάτῳ παραδοθέντα ἠλευθέρωσε τῆς τιμωρίας Ach.Tat.8.8.9, ἑορτή τίς ἐστι δημοτελὴς ἐλευθεροῦσα τῆς δουλικῆς ὑπηρεσίας αὐτούς Gal.6.415, en v. pas. τῶνδε μὲν τῶν τόπων ... ἐλευθερούμενοι ref. al Tártaro, Pl.Phd.114β, ἡ ψυχὴ ... τῆς ἐν νηπιότητι νωθρείας ... ἐλευθερωθεῖσα Aristid.Quint.55.21, τῆς θανατηφόρου συνουσίας Synes.Ep.79, ψευδωνύμου γνώσεως Pall.H.Laus.55.3, νῦν ἐνδείας ... ἠλευθέρωμαι Procop.Gaz.Decl.5.32
•en v. med. mismo sent., abs. τὸ γὰρ θανεῖν ἐλευθεροῦται φιλαιάκτων κακῶν A.Supp.802;
b) sin gen. dejar en libertad, liberar de prisión o ataduras, en v. pas. ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης, ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών; ref. Dioniso, E.Ba.613, ἡ δὲ ὧδε ἐλευθερωθεῖσα φεύγει de la vaca Ío, Charax 13, ἡ μὲν ... τῶν δεσμῶν ἠλευθεροῦτο Ach.Tat.5.17.8, fig. ὁ (λογισμός) λυθεὶς τῶν δεσμῶν καὶ ἐλευθερωθείς Ph.1.482.
3 en la esfera social conceder la libertad, liberar de la esclavitud u otras servidumbres, manumitir τοὺς ... δούλους Th.8.15, cf. Plb.16.31.2, Vit.Aesop.G 90, de los hilotas, Th.4.80, τῶν οἰκογενῶν καὶ παρατρόφων τοὺς ἀκμάζοντας Plb.38.15.3, ὑπὲρ δέκα μυριάδας αἰχμαλώτων Aristeas 37, οἰκέτην ἢ θεράπαιναν Iust.Nou.78.1, cf. Hierocl.Facet.30, παλλακίδας Vett.Val.217.9, (τὸν φυγόντα) Heph.Astr.3.47.10
•en v. med.-pas. conseguir la propia libertad, quedar libre οὕτω δὴ ἡ Ῥοδῶπις ἐλευθερώθη Hdt.2.135, ἠλευθερώθησαν ἀπὸ τῶν πριαμένων αὐτάς D.59.20, οἱ ... ἐλευθερωθέντες διὰ τὴν σεισάχθειαν Arist.Ath.12.4, πολλὰ ... τῶν ἐπιμαστίδιων τέκνων ... ἐλευθεροῦντο Aristeas 27, ὁ δὲ Ἀλκμὰν οἰκέτης ... ἠλευθερώθη Heraclid.Lemb.Pol.9, cf. D.H.1.9, Plu.2.197b, Cod.Iust.6.4.4.10.
4 jur. declarar libre de culpa, eximir op. ἀποκτείνειν ‘condenar a muerte’ ἢ μὴ ... ἀποκτείνητε καὶ ἐλευθερώσητε, ἂν κατὰ τὸν νόμον κρίνητε; X.HG 1.7.26, τοὺς αἰτίους Hp.de Arte 7
•fig., en cont. de habla mantener libre de acusación ἐπεὶ τό γ' εἰς ἑαυτὸν πᾶν ἐλευθεροῖ στόμα ya que, en lo que a él respecta, deja su boca totalmente libre de culpa, e.e., ‘propaga calumnias por boca de otros’ ref. Creonte, S.OT 706.
5 econ. eximir, exonerar de pagos u otras cargas, condonar deudas βασιλεὺς ... ἐλευθεροῖ ὅστις τι Σπαρτιητέων τῷ βασιλέϊ ἢ τῷ δημοσίῳ ὤφειλε Hdt.6.59, c. gen. χρεῶν τε ἠλευθέρωσε Pl.R.566e, τοὺς δὲ κατοικοῦντας ... ἐλευθέρωσε κατεγγυήσεων IClaros 1.M.1.38 (II a.C.), en v. pas. ἠλευθερωμένος ἄ[λ] λης χρείας ἁπάσης IKomm.Kult.A 106 (Arsameia del Ninfeo I a.C.), ἀμηχάνων πλήθει δανείων ἐλευθερωθείς Plu.Pomp.58, ἠλευθερομένην ... τὴν Ἐφεσίων πόλιν τοῦ δαπανήματος IEphesos 17.61 (I d.C.), τῆς ἀνάγκης ... τῆς ἐπικειμένης ref. al apremio por deudas, Gr.Nyss.Usur.196.24.
6 sent. crist. librar de culpa, redimir πωλοῦμαι ὑπὲρ σοῦ καὶ ἐλευθερῶ σε Rom.Mel.16.ιαʹ.6, ἀπὸ τῶν κακῶν ὧν διεπραξάμεθα ... ἐλευθεροῖ ἡμᾶς A.Thom.A 38, ἵνα ἡμᾶς τῶν ἥλων ἐλευθερώσῃς en ref. a los clavos de la cruz de Cristo A.Phil.3.6, en v. pas. ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας Ep.Rom.6.18, οἱ ἄνθρωποι ἐλευθεροῦνται τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς Cosm.Ind.Top.7.50, cf. Iren.Lugd.Fr.7.
7 liberar de la patria potestad, sent. legal emancipar μὴ τῆς ὑπεξουσιότητος αὐτοὺς ἐλευθεροῦν Iust.Nou.81 proem.
II c. ac. de concr. o abstr.
1 liberar de, dejar libre de trabas o impedimentos frec. c. un segundo compl. en gen.:
a) c. ac. de lugar τὸν ἔσπλουν Th.3.51, D.C.42.12.2, en v. pas. ἐλευθερωθέντος δὲ τοῦ ποταμοῦ τῆς τῶν βουκόλων ὕβρεως Ach.Tat.4.18.1;
b) c. ac. de cosa ἡμεῖς δ' ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα y nosotros liberando a nuestro pie de la fuga, e.e., dejando de huir E.HF 1010, πέπλος ... κατὰ τὸν δεξιὸν ὦμον περονηθεὶς ... ἐλευθερῶν τὴν χεῖρα Callistr.5.2, τῷ σμιλίῳ ἐλευθεροῦμεν τὸ ἀγγεῖον τῶν παρακειμένων ὑμένων Aët.7.95, en v. pas. ἑκατέρας ἐλευθερωμένης τῆς ἐντάσεως liberadas de tensión ambas (ligaduras), Gal.4.412;
c) c. ac. abstr., en v. pas. τοῦ αἰνιγματώδους ἐλευθερωθεῖσαι τύπου (los significados de los símbolos pitagóricos) liberados de su carácter enigmático, e.e., ‘una vez que han sido interpretados’, Iambl.VP 103, de la virginidad ἐλευθερωθεῖσα ... τῶν τοιούτων χρεῶν Gr.Nyss.Virg.278.6.
2 usar con liberalidad, derrochar, ser pródigo en cuanto a τὸν φιλόσοφον οὐ τὸν χρηματισμὸν ἐλευθεροῦν δεῖ, ἀλλὰ τὴν ψυχήν Sext.Sent.392.
III intr., en v. med.-pas.
1 de pueblos liberarse de un dominio externo, declararse independiente X.HG 3.1.16.
2 de individuos librarse de un castigo, culpa o venganza ὑπὸ δὲ γᾶν φυγὼν οὔποτ' ἐλευθεροῦται ref. Orestes, A.Eu.175, ἠλευθέρωσαι τοῖσδε τοῖς ἀγγέλμασιν libre quedas de culpa con estas noticias E.Heracl.789
•c. ac. de rel. librarse, desembarazarse ὡς αὐτὸς ἡμῖν διηγήσατο, ὕστερον ἐλευθερωθεὶς τὸ φρονοῦν poco después, como él mismo nos contó, liberado en el pensamiento Pall.H.Laus.38.3
•sent. medic. equiv. ‘curarse de’ c. gen. τῶν συμπτωμάτων ἐλευθεροῦται ὁ ὀφθαλμός Aët.7.60.
• Diccionario Micénico: e-re-u-te-ro-se.
German (Pape)
[Seite 796] freimachen, befreien; Tragg., z. B. τὴν πατρίδα Aesch. Pers. 403; πᾶν ἐλευθεροῖ στόμα, er hält den Mund frei von Beschuldigungen, Soph. O. R. 706; ἐκ δρασμῶν πόδα, von der Flucht den Fuß frei machen, d. i. aufhören zu fliehen, Eur. Herc. Fur. 1010; in Prosa; τοὺς δούλους Thuc. 8, 15; ὁ ἐλευθερῶν, der Befreier, 1, 69. 2, 8; τινά τινος, von Etwas, Eur. Hipp. 1449; Plat. Phaed. 114 b; ἀπό τινος, Rep. VIII, 569 a; Xen. Hell. 5, 2, 12. Vor Gericht, frei sprechen, Xen. Hell. 1, 7, 24. – Med. = act., κακῶν Aesch. Suppl. 802.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐλευθερώσω, ao. ἠλευθέρωσα, pf. ἠλευθέρωκα;
Pass. ao. ἠλευθερώθην, pf. ἠλευθέρωμαι;
1 délivrer, affranchir;
2 libérer, déclarer libre : τινά τινος, libérer qqn de qch (d'une accusation, d'une dette) ; abs. ἐλ. τινα, absoudre qqn;
3 dégager : τὸν ἔσπλουν THC l'entrée d'un port;
Moy. ἐλευθερόομαι, ἐλευθεροῦμαι s'affranchir : τινος, de qqn.
Étymologie: ἐλεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθερόω:
1 освобождать (πατρίδα Aesch.; πόλιν Dem.; τὰς πόλεις ἀπότινος Xen.): τόν ἔσπλουν ἐλευθερῶσαι Thuc. сделать свободным вход для кораблей; ἐ. ἐκ δρασμῶν πόδα Eur. прекратить бегство, остановиться; πᾶν ἐ. στόμα Soph. воздерживаться от обвинительных речей; med. освобождаться, избавляться (φιλαιάκτων κακῶν Aesch.);
2 освобождать, отпускать на волю (τοὺς δούλους Thuc.; ἐλευθεροῦσθαι ὑπό τινος Plut.);
3 освобождать, оправдывать (ἐ. τινα τοῦ φόνου Eur.; οἱ ἀναίτιοι ἐλευθερωθήσονται Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερόω: ἐλευθερώνω, τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 5. 62, πρβλ. 4. 137· ἐλευθεροῦτε πατρίδα Αἰσχύλ Πέρσ. 403, Χο. 1046· ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν Δημ. 561. 18· καὶ τὸν ἔσπλουν ἐς τὸ μεταξὺ τῆς νήσου ἐλευθερώσας, καταστήσας ἐλεύθερον, Θουκ. 3. 51· ἀπολύω, ἀπαλλάσσω ὀφειλέτην, Ἡρόδ. 6. 59· τό γ’ εἰς ἑαυτὸν πᾶν ἐλευθεροῖ στόμα, ἀπαλλάσσει τὸ ἑαυτοῦ στόμα πάσης εὐθύνης, Σοφ. Ο. Τ. 706· κηρύττω τινὰ ἐλεύθερον ψόγου, ἢ κατηγορίας, ἀθῳώνω, τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 26: ― Παθ., ἐλευθερώνομαι, Ἡρόδ. 1. 95, 127, κ. ἀλλ.· εἰς ἀκολασίαν παραδίδομαι, Πλάτ. Πολ. 575Α. 2) μετὰ γεν., ἐλευθερώνω, ἀπολύω, ἀπαλλάσσω, φόνου Εὐρ. Ἱππ. 1449· χρεῶν Πλάτ. Πολ. 566Ε· οὕτως, ἐλευθεροῦντος ἐκ δρασμ??? πόδα, ἐλευθεροῦντες τοὺς πόδας ἡμῶν ἐκ τοῦ φεύγειν, δηλ. μὴ φεύγοντες πλέον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1010: ― Παθ., τῶνδε τῶν τόπων ἐλ. Πλάτ. Φαίδων 114Β· ἀπὸ τῶν πλουσίων ὁ αὐτ. Πολ. 569Α.
English (Strong)
from ἐλεύθερος; to liberate, i.e. (figuratively) to exempt (from moral, ceremonial or mortal liability): deliver, make free.
English (Thayer)
ἐλευθέρω: future ἐλευθερώσω; 1st aorist ἠλευθερωσα; passive, 1st aorist ἠλευθερωθην; 1future ἐλευθερωθήσομαι; (ἐλεύθερος); (from Aeschylus down); to make free, set at liberty: from the dominion of sin, τινα ἀπό τίνος, one from another's control (Winer's Grammar, 196f (185); Buttmann, 157f (138)): ἀπό τοῦ νόμου τάς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου (see νόμος, 1), ἀπό τάς ἁμαρτίας, from the dominion of sin, ἀπό τάς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν, to liberate from bondage (see δουλεία) and to bring (transfer) into etc. (see εἰς, C. 1), τῇ ἐλευθερία, that we might be possessors of liberty, Buttmann, § 133,12 (and Lightfoot at the passage).
Greek Monotonic
ἐλευθερόω: μέλ. -ώσω (ἐλεύθερος)·
1. ελευθερώνω, απελευθερώνω, αποδεσμεύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐλ. τὸν ἔσπλουν, ελευθερώνω την είσοδο, σε Θουκ.· ἐλευθεροῖ στόμα, κρατά τη γλώσσα του ελεύθερη, δηλ. δεν δεσμεύει τον εαυτό του μιλώντας, σε Σοφ.· ελευθερώνω από κατηγορία, αθωώνω, τινά, σε Ξεν. — Παθ., ελευθερώνομαι, σε Ηρόδ.
2. με γεν., ελευθερώνω, απολύω, απαλλάσσω, σε Ευρ.· ομοίως και, ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα, αποτρέποντάς τους από το να το βάζουν στα πόδια, στον ίδ.
Greek Monolingual
ελευθερώνω και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, ἐλευθερόω
Μ και ἐλευθερώνω)
1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῖδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῦτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν»)
2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο την ελευθερία του
3. απολυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον απ' ό,τι τον καταπιέζει ή τον βασανίζει (από χρέη, ασθένεια, αμαρτίες κ.λπ.)
4. αποφυλακίζω
5. καθιστώ ελεύθερο ένα χώρο, τον απαλλάσσω από εμπόδια ή τον αδειάζω («ελευθέρωσα την αίθουσα, τον διάδρομο, την είσοδο κ.λπ.», «τὸν ἔσπλουν ἐλευθερώσας»)
νεοελλ.
ελευθερώνομαι (για έγκυο) γεννώ
αρχ.
1. αθωώνω
2. ἐλευθεροῦμαι
δεν έχω πια ηθικούς φραγμούς, παραδίνομαι στην ακολασία.
Middle Liddell
ἐλεύθερος
1. to free, set free, Hdt., Aesch., etc.; ἐλ. τὸν ἔσπλουν to set the entrance free, clear it, Thuc.; ἐλευθεροῖ στόμα he keeps his tongue free, i. e. does not commit himself by speech, Soph.: to free from blame, acquit, τινά Xen.:—Pass. to be set free, Hdt.
2. c. gen. to set free, loose or release from, Eur.; so, ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα, i. e. ceasing to flee, Eur.
Chinese
原文音譯:™leuqerÒw 誒留帖羅哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:自由
字義溯源:釋放,得以自由,自由,脫離,脫,拯救;源自(ἐλεύθερος)*=無約束的)。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(7);約(2);羅(4);加(1)
譯字彙編:
1) 釋放了(2) 羅8:2; 加5:1;
2) 你們既⋯得了釋放(1) 羅6:22;
3) 你們⋯得了釋放(1) 羅6:18;
4) 脫(1) 羅8:21;
5) 得以自由(1) 約8:32;
6) 使⋯自由(1) 約8:36