ἀποκρούω

From LSJ
Revision as of 11:58, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρούω Medium diacritics: ἀποκρούω Low diacritics: αποκρούω Capitals: ΑΠΟΚΡΟΥΩ
Transliteration A: apokroúō Transliteration B: apokrouō Transliteration C: apokroyo Beta Code: a)pokrou/w

English (LSJ)

A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in Med., beat off from oneself, τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4; αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl.in CA19p.461M.; τινάς Jul. Or.2.67b; ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:—Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.; ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28; τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7, etc.
II knock off, IG3.1417.12:—Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach.459.
III Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded, πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221.

Spanish (DGE)

I 1arrojar, alejar violentamente c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.HG 5.3.22, τὸν πύκτην AP 11.351 (Pall.)
tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.Or.3.67b
en v. pas. c. gen. o adv. de lugar ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Eq.Mag.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.Sert.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos Plb.9.42.2.
2 gener. c. ac. de pers. y gen. apartar, alejar αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.Cic.47
en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4
c. ac. de cosa rechazar νόσον Porph.Abst.1.53, ὕπνον Porph.Abst.1.27
en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.in CA 19.5
refutar los argumentos de un oponente, D.H.Comp.132.12, κατηγορίαν Chor.Or.8.146
no aceptar τὰς βουλευτι[κὰς λ] ειτουργίας SB 7261.8.
3 c. ac. de cosa maltratar, destruir μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι IG 22.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)
en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada Ar.Ach.459.
II en v. med.-pas. c. gen. de abstr. ser impedido, fracasar ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema Plb.21.28 (ap. crít. p.57).

German (Pape)

[Seite 309] (s. κρούω), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουσμένον (v.l. ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.

French (Bailly abrégé)

éloigner ou séparer par un choc, d'où
1 casser, briser;
2 repousser violemment : τινά τινος qqn d'un lieu ; particul. refouler (un assaillant) ; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας THC être repoussé, d'où échouer dans une tentative;
Moy. ἀποκρούομαι repousser loin de soi (un assaillant, une attaque) acc..
Étymologie: ἀπό, κρούω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκρούω:
1 отбивать, отламывать: κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον Arph. чашка с отбитым краем;
2 преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать (φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.);
3 pass. терпеть крушение, неудачу: τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. быть опрокинутым лошадью; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας Thuc., Polyb. терпеть неудачу в своей попытке.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρούω: ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: καθόλου, ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· ἀποκρούω, ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. ἀποκόπτω ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, ποτήριον ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ χεῖλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., ὡσαύτως, καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.

Greek Monolingual

(AM ἀποκρούω) κρούω
1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου
2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)
3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι
4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)
μσν.-νεοελλ., (-ομαι)
απομακρύνω, εξουδετερώνω
αρχ.-μσν.
εκδιώκω κάποιον από κάπου
αρχ.
(-ομαι)
1. πέφτω κάτω (από άλογο)
2. (για αγγείο) σπάω.

Greek Monotonic

ἀποκρούω: μέλ. -σω·
I. απωθώ με τη βία από έναν τόπο, εκδιώκω, απομακρύνω, σε Ξεν. — Μέσ., απωθώ τους επιτιθέμενους εναντίον μου, αποσοβώ μια επίθεση, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., απωθούμαι, εκδιώκομαι με τη βία, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
II. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, κύπελο, ποτήρι που του έχει σπάσει και του λείπει το χείλος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


I. to beat off from a place, Xen.:—Mid. to beat off from oneself, beat off an attack, Hdt., Thuc.: —Pass. to be beaten off, Thuc., Xen., etc.
II. Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.