χειρόω

From LSJ
Revision as of 13:34, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόω Medium diacritics: χειρόω Low diacritics: χειρόω Capitals: ΧΕΙΡΟΩ
Transliteration A: cheiróō Transliteration B: cheiroō Transliteration C: cheiroo Beta Code: xeiro/w

English (LSJ)

(χείρων)
A worst, master, subdue, τινὰπρὸς βίαν χειροῦν Ar.V. 443 (troch.); χ. τὸν ἐλέφαντα Ael.NA17.32 (s. v.l.).
II mostly in Med., fut. χειρώσομαι S.Ph.92, Th.1.122, etc.: aor. ἐχειρωσάμην Hdt.1.211, Th.3.11, etc.: pf. κεχείρωμαι Luc.Salt.79, D.C.50.24 (Pass., v. III):—both of countries or nations, and of single persons, conquer, overpower, subdue, ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους Hdt. l.c., cf. 2.70, al., E.IT330,359, HF570; τόξοις χειροῦσθαι A.Ch. 694; οὐ γὰρ ἡμᾶς.. πρὸς βίαν χειρώσεται S.l.c.; βίᾳ χ. τοὺς ἐναντίους X.Ages.1.20; χ. τινὰ σφίσι Th.4.28: sometimes with collat. notion of killing, X.Cyr.7.5.30, Isoc.10.25; also, of taking prisoner, E.Tr. 861, X.HG2.4.26; τήνδ' ἐχειρούμην ἄγραν became master of this booty, S.OC950.
2 without any sense of violence, χ. τινὰ λόγοις Pl.Sph.219c, cf. X.Mem.3.7.8; χ. θρέμματα tame them, Pl. Sph.222a; ἡ ὄρχησις κεχείρωται τοὺς ἀνθρώπους Luc.l.c.; δι' ἡδονῆς Plu.2.139a; διὰ τῆς κολακείας Ael.VH14.48, etc.
III Pass., to be mastered, conquered, subdued, πρὸς βίαν χειρούμενον Τυφῶνα A.Pr.355, cf. S.Tr.279, E.El.1168: fut. χειρωθήσομαι D.11.5: aor. ἐχειρώθην Hdt.3.120,145, al.; χειρωθεὶς βίᾳ S.OC903, cf. Tr.1057; χειρωθῆναι σφίσιν Th.8.71: pf. κεχείρωμαι Id.5.96; κεχειρωμένας ἄγεσθαι to be led captive, A.Th.326 (lyr.); αἰχμαλώτους κεχ. Pl.Lg. 919a.

German (Pape)

[Seite 1347] handhaben, behandeln, πρὸς βίαν, gewaltsam behandeln, Ar. Vesp. 443. – Med. in seine Hände oder unter seine Gewalt bringen, überwältigen, bezwingen; τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη φίλων ἀποψιλοῖς με Aesch. Ch. 683; οὐ γὰρ ἡμᾶς τοσούσδε πρὸς βίαν χειρώσεται Soph. Phil. 92, vgl. Tr. 1099; Eur. I. T. 330. 359 u. öfter; ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους Her. 1, 24; Plat. Legg. VII, 824, τούτους ἐχειρώσατο, Menex. 240 b; ἐπειδὰν χειρώσωνται τοῦτο, ὃ ἂν θηρεύωνται Euthyd. 290 b, u. öfter; 'Ρήγιον Thuc. 4, 24, u. sonst; auch = tödten, Xen. Cyr. 7, 5,30 u. Sp., wie Pol. 21, 2,5; gefangen nehmen, Xen. Hell. 2, 4,26; χειρώσασθαι Ἑλλάδα Isocr. 4, 89; Sp., χειρωσάμενος ταῦρον Plut. Thes. 14. 17; auch milder, τινὰ τῇ φιλοφροσύνῃ Alex. 5. – Passivisch zu nehmen der aor. χειρωθῆναι, Her. 3, 120. 4, 96. 5, 16; u. so auch τὰς κεχειρωμένας ἄγεσθαι Aesch. Spt. 308, wie πρὸς βίαν χειρούμενον Τυφῶνα Prom. 353; χειρωθεὶς βίᾳ Soph. O. C. 907; Trach. 1046; u. so auch χειρουμένη Eur. El. 1168; αἰχμαλώτους κεχειρωμένους Plat. Legg. XI, 919 a, wie Thuc. 5, 96.

French (Bailly abrégé)

χειρῶ :
manier ; soumettre, dompter;
Moy. χειροῦμαι :
1 mettre dans ses mains ou sous son pouvoir, dompter : χ. Λακεδαιμονίους σφίσι THC soumettre les Lacédémoniens à leur pouvoir ; χ. πρὸς βίαν SOPH, χ. βίᾳ XÉN soumettre de vive force;
2 dompter et tuer, acc.;
3 capturer, acc.;
4 se rendre maître de et mettre hors d'état de nuire, acc.;
5 surmonter, réfuter, réduire à néant (les suppositions, les opinions d'autrui).
Étymologie: χείρ.

Russian (Dvoretsky)

χειρόω: преимущ. med.
1 завладевать, прибирать к рукам, захватывать (τὰς πόλιας πάσας Her.); захватывать в плен (τινα Eur., Xen.): κεχειρωμένος Aesch., Plat. пленный;
2 побеждать, одолевать (τόξοις τινά Aesch.; τινα βίᾳ Xen. и πρὸς βίαν Soph., Arph.; τι λόγοις καὶ πράξεσι Plat.): χ. τινα ἑαυτῷ Thuc. подчинять себе кого-л.; χειρώσασθαι τῇ φιλοφροσύνῃ Plut. покорить любезным обхождением;
3 пленять, увлекать (τοὺς ἀνθρώπους Luc.);
4 умерщвлять, убивать (τινα Xen., Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

χειρόω: μέλλ.-ώσω· (χείρ)· ― φέρω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, κάμνω ὑποχείριον, κατανικῶ, κυριεύω, ὑποτάσσω, χειροῦν τινα πρὸς βίαν Ἀριστοφ. Σφ. 443· χ. τὸν ἐλέφαντα Αἰλ. π. Ζῴων 17. 32. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. -ώσομαι Σοφ., Πλάτ., κλπ.· ἀόρ. ἐχειρωσάμην Ἡρόδ., Θουκ., κλπ.· ― πρκμ. κεχείρωμαι Λουκ. π. Ὀρχ. 79, Δίων Κάσσ. 50. 24 (ἀλλ’ ἴδε ΙΙΙ)· ― ἐπί τε χωρῶν ἢ ἐθνῶν καὶ ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, νικῶ, καταβάλλω, ὑποτάσσω, ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους Ἡρόδ. 1. 211, πρβλ. 2. 70, 4. 103, 164., 6. 33· τόξοις χειροῦσθαί τινα Αἰσχύλ. Χο. 694· οὐ γὰρ ἡμᾶς..πρὸς βίαν χειρώσεται Σοφ. Φιλ. 92· βίᾳ χ. τινα Ξεν. Ἀγησ. 1. 20 χ. τινα ἑαυτῷ Θουκ. 4. 28, Εὐρ. Ι.Τ. 330, 359, Ἡρ. Μαιν. 570, Πλάτ., κλπ.· ἐνίοτε μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ φονεύειν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 30, Ἰσοκρ. 213Α· ὡσαύτως αἰχμαλωτίζω, Εὐρ. Τρῳ. 861, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26· οὕτω, τήνδ’ ἐχειρούμην ἄγραν, ἐγενόμην κύριος τῆς λείας ταύτης, Σοφ. Ο. Κ. 950. 2) ἄνευ ἐννοίας τινὸς βίας, χ. τινα λόγοις Πλάτ. Σοφ. 219C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 8· χ. θρέμματα, τιθασεύω, ἡμερώνω αὐτά, Πλάτ. Σοφ. 222Α· ἡ ὄρχησις κεχείρωται τοὺς ἀνθρώπους Λουκ. π. Ὀρχ. 79· δι’ ἡδονῆς Πλούτ. 2. 139Α· διὰ τῆς κολακείας Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 49 κλπ. ΙΙΙ. χειροῦμαι εἶναι καὶ παθ., καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, ἡττῶμαι, πρὸς βίαν χειρούμενον Τυφῶνα Αἰσχύλ. Πρ. 353, πρβλ. Σοφ. Τρ. 279, Εὐρ. Ἠλ. 1168· οὕτω μέλλ. χειρωθήσομαι Δημ. 153. 25· ― ἀόρ. ἐχειρώθην Ἡρόδ. 3. 120, 145, κ. ἀλλ.· χειρωθεὶς βίᾳ Σοφ. Ο. Κ. 903, πρβλ. Τρ. 1057· χειρωθῆναί σφισιν Θουκ. 8. 71· ― πρκμ. κεχείρωμαι ὁ αὐτ. 5. 96· κεχειρωμένας ἄγεσθαι, αἰχμαλωτίδας, Αἰσχύλ. Θήβ. 326· αἰχμαλώτους κεχ. Πλάτ. Νόμ. 919Α.

Greek Monotonic

χειρόω: μέλ. -ώσω (χείρ
I. φέρνω κάτι μέσα στο χέρι μου, καταφέρνω, εξουσιάζω υποτάσσω, σε Αριστοφ.
II. 1. συνηθέστερα σε Μέσ., μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἐχειρωσάμην, παρακ. κεχείρωμαι· νικώ, καταβάλλω, υποτάσσω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· αιχμαλωτίζω, σε Ευρ.· ομοίως, τήνδ' ἐχειρούμην ἄγραν, γίνομαι κύριος αυτής της λείας, σε Σοφ.
2. χωρίς την έννοια της βίας, τιθασεύω, ημερώνω, σε Ξεν. κ.λπ.
III. χειροῦμαι, επίσης Παθ., υποτάσσομαι, κυριεύομαι, σε Τραγ.· μέλ. χειρωθήσομαι, σε Δημ.· αόρ. αʹ ἐχειρώθην, σε Ηρόδ., Σοφ.· παρακ. κεχείρωμαι, σε Αισχύλ., Θουκ.

Middle Liddell

χειρόω, fut. -ώσω χείρ
I. to bring into hand, to manage, master, subdue, Ar.
II. mostly in Mid., to conquer, overpower, subdue, Hdt., Trag., etc.: to take prisoner, Eur.; so, τήνδ' ἐχειρούμην ἄγραν became master of this booty, Soph.
2. without any sense of violence, to master, subdue, Xen., etc.
III. χειροῦμαι is also Pass. to be subdued, Trag.; fut. χειρωθήσομαι Dem.; aor1 ἐχειρώθην Hdt., Soph.; perf. κεχείρωμαι Aesch., Thuc.