ἐπιτίμιον

From LSJ
Revision as of 07:47, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίμιον Medium diacritics: ἐπιτίμιον Low diacritics: επιτίμιον Capitals: ΕΠΙΤΙΜΙΟΝ
Transliteration A: epitímion Transliteration B: epitimion Transliteration C: epitimion Beta Code: e)piti/mion

English (LSJ)

τό, mostly in plural, ἐπιτίμια, τά,
A value, price, or estimate of a thing, i.e.,
1 the honours paid to a person, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. S.El.915 (nisi leg. τἀπιτύμβια).
2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec.1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers.823; τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El.1382, cf. X.Mem.3.12.3; κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14: in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th.1026; ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47; θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec.1349b30; ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104; τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208 (iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίμιον: τό преимущ. pl.
1 почести, приношения на могилу, дары в честь усопших (Soph. - v.l. τὰ ἐπιτύμβια);
2 наказание, кара (δυσσεβείας Soph.; ἐκ τῶν νόμων Arst.); возмездие (τινος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίμιον: τό, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐπιτίμια, τά, ἡ ἀξίαἐκτίμησις πράγματός τινος, ὅ ἐ. 1) αἱ πρός τινα γενόμεναι τιμαί, ἔστ᾿ Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. Σοφ. Ἠλ. 915· (ἀλλ’ ἐπειδὴσημασία αὕτη οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντᾷ, ὁ Δινδόρφ. προτείνει τἀπιτύμβια· τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέκρινε καὶ παρεδέξατο ὁ Jebb). 2) ποινή, τιμωρία, τοῖσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡροδ. 4. 80, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1086· τοιαῦθ’ ὁρῶντες τῶνδε τἀπιτίμια Αἰσχύλ. Πέρσ. 823· τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Ἀντιφῶν 125. 33· τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτ. Λυκοῦργ. 148. 17· καὶ δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί, πῶς ἀνταμείβουσι, δηλ. πῶς τιμωροῦσιν οἱ θεοὶ τὴν ἀσέβειαν, Σοφ. Ἠλ. 1382, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 3· κρίσεις… μεγάλα ἔχουσαι ἐπιτίμια Δημ. 229, τέλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τόνδ’ ὑπ’ οἰωνῶν δοκεῖ ταφέντ’ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖν, ὅτι θὰ λάβῃ τὴν τιμωρίαν, θὰ τιμωρηθῇ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1021· θάνατον ἔταξε τὸ ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 9· ἐπ. ὁρίζειν τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 354, κτλ. Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθήκαις) 2561b. 80, ἐπιτίμοις ἀπαντᾷ, καὶ ἐπιτίμιον αὐτόθι 4300v.

Greek Monotonic

ἐπιτίμιον: τό, κυρίως στον πληθ., ἐπιτίμια, τά, αξία, τιμή ή εκτίμηση αξίας πράγματος, δηλ.:
1. τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ.
2. υπολογισμός, εκτίμηση ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῶνδε, για αυτά τα πράγματα, σε Αισχύλ.· ἐπ. δυσσεβείας, οι μισθοί της ασέβειας προς τους θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον λαβεῖν, αποσπώ τιμωρία, λαμβάνω ποινή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπιτίμιον, ου, τό,
mostly in plural ἐπιτίμια, τά, the value, price, or estimate of a thing, i. e.,
1. the honours paid to a person, Soph.
2. assessment of damages or penalties, Hdt., Eur.; τῶνδε for these things, Aesch.; ἐπ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, Soph.; in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν to exact the penalty, Aesch.

English (Woodhouse)

penalty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

punishment

Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب‎, جَزَاء‎, مُجَازَاة‎; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ‎, עֲנִישָׁה‎; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء‎, ايداد‎, مجازات‎; Persian: تنبیه‎, جزا‎, مجازات‎; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا‎, دَنْڈ‎; Uyghur: جازا‎; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף‎; Zazaki: ceza