σκοπός

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπός Medium diacritics: σκοπός Low diacritics: σκοπός Capitals: ΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: skopós Transliteration B: skopos Transliteration C: skopos Beta Code: skopo/s

English (LSJ)

ὁ (also ἡ, Od.22.396, Call.Del.66): (σκέπτομαι):—

   A one that watches, one that looks about or after things, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359; γυναικῶν δμῳάων σ. ἐσσι, of a housekeeper, Od. l.c.: in Pi., of gods and kings, c. gen. loci, guardian, protector, Ὀλύμπου σ. O.1.54; Δάλου 6.59; Μαγνήτων σ., of Peleus, N.5.27; τὸν ὑψόθεν σ., φύλακα βροτῶν A.Supp.381 (lyr.); also σκοποὶ τῶν εἰρημένων S.Ant. 215.    b one who watches or looks out to take advantage, Od.22.156; watchful, jealous master, S.Aj.945.    2 mostly, lookout-man, watcher, stationed in some high place (σκοπιά) to overlook a country, esp. in war, Il.2.792, Od.16.365, X.Cyr.3.2.1, 4.1.1, etc.; hence Ἠέλιον . . θεῶν σ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν h.Cer.62: also, game-watcher, X.Cyr. 1.6.40.    3 spy, scout, Il.10.324, 526,561 (later κατάσκοπος) σ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα A.Th.36, cf. E.Tr.956; of a messenger who has been sent to learn tidings, S.OC35, cf. Ph.125; σκοπός, ναῶν κατόπτας E.Rh.557 (lyr.).    II mark or object on which one fixes the eye, σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴ κε τύχωμι Od.22.6; ἀπὸ σκοποῦ away from the mark, 11.344; ἀπὸ σ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι, Pl.Tht.179c, X.Smp.2.10; παρὰ σκοπόν Pi.O.13.94; σκοπῷ ἐπέχειν τόξον to aim at it, ib.2.89; σκοποῦ ἄντα τυχεῖν Id.N.6.27; ἔκυρσας ὥστε τοξότης . . σκοποῦ A.Ag.628; ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant.1033; ἄθλιον σκοπὸν ἐμοὶ ἀκοντίσας Antipho 3.3.6; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν X.Cyr.1.6.29; παραλλάξαι τοῦ σ. καὶ ἁμαρτεῖν Pl.Tht. 194a; ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ Id.Lg.744a.    2 metaph., aim, end, object, οὗτος . . δοκεῖ ὁ σ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν Id.Grg.507d; τὴν ἡδονὴν σ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι Id.Phlb.60a; στοχάζεσθαι σκοποῦ Id.R.519c; σ. τυραννικὸς τὸ ἡδύ Arist.Pol.1311a4, etc.; σκοπός . .nihil praebere 'his little game' is to make no allowance, Cic.Att. 15.29.2, cf. Arg. 11 Ar.Eq.    b Medic., of healing, ἐπὶ τῷ πρώτῳ σ. by first intention (i.e. direct union), κατὰ δεύτερον σ. by second intention (i.e. granulation or scar tissue), Gal.1.387, cf. 10.162.    3 contest in shooting at a mark, σ. ἱππέων, πεζῶν, IG9(2).527.16,18 (Larissa).    III name of a dance, Eup.446.

German (Pape)

[Seite 903] ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαθε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούσδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυθεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῦ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῦ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῦ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῦλον ἱέντα παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῦ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέθηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῦτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπός: ὁ, ὡσαύτως ἡ, Ὀδ. Χ. 396, Καλλ. εἰς Δῆλ. 66: (√ΣΚΕΠ, σκέπτομαι)· - ὁ φυλάττων, προσέχων, ὁ παρατηρῶν τὰ γινόμενα, παρὰ δὲ σκοπὸν εἶσεν Ἰλ. Ψ. 359· γυναικῶν δμωάων σκ. ἔσσι, ἐπὶ οἰκονόμου ἢ ἐπιτηρητοῦ τοῦ οἴκου, Ὀδ. ἐνθ’ ἀνωτ.· παρὰ Πινδ., ἐπὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν βασιλέων, μετὰ γεν. τόπου, ὁ φύλαξ καὶ προστάτης αὐτῶν, Ὀλύμπου σκ. Ο. 1. 86· Δάλου 6. 101· Μαγνήτων σκ., ἐπὶ τοῦ Πηλέως, Ν. 5. 61· τὸν ὑψόθεν σκ., φύλακα βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 381· ὡσαύτως, σκοποὶ τῶν εἰρημένων Σοφ. Ἀντ. 215· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων τι, Ὀδ. Χ. 156· ἄγρυπνος, ζηλωτὴς κύριος, Σοφ. Αἴ. 945.
2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὁ ἀγρύπνως ἐπιτηρῶν τι φύλαξ, φρουρὸς ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου ἱστάμενος (σκοπιὰ) ὅπως ἐποπτεύῃ τὴν χώραν μάλιστα ἐν πολέμῳ, Λατ. speculator, Ἰλ. Β. 792, Ὀδ. Π. 365, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 1, 4. 1, κτλ.· ἐντεῦθεν, ἠέλιον … θεῶν σκ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 62· ὡσαύτως, ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων θήραμα ἢ ὑποδεικνύων αὐτό, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40.
3) παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως, κατάσκοπος, πρόσκοπος, Ἰλ. Κ. 324, 526, 561 (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ξεν. προτιμᾷ κατάσκοπος)· σκ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα Αἰσχύλ. Θήβ. 36, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 956· - οὕτως, ἐπὶ ἀγγελιοφόρου, ὅστις ἐπέμφθη ὅπως φέρῃ ἀγγελίας, Σοφ. Ο.Κ. 35, πρβλ. Φιλ. 125· σκοπός, ναῶν κατόπτας, Εὐρ. Ρῆσ. 556. ΙΙ. ἀπέχον τι σημεῖον ἢ ἀντικείμενον εἰς ὅ τις προσηλώνει τὸν ὀφθαλμόν, «σημάδι», Λατ. scopus, σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔπω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴκε τύχωμι Ὀδ. Χ. 6· ἀπὸ σκ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 179C, Ξεν. Συμπ. 2. 10· οὕτω, παρὰ σκοπὸν Πινδ. Ο. 13. 134· σκοπῷ ἐπέχειν τόξον, σκοπεύω διὰ τοῦ τόξου πρὸς τὸ «σημάδι», αὐτόθι 2. 160· σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628· ὥστε τοξότας σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1033· σκοπὸν ἀκοντίσας ἄθλιον ἐμοὶ Ἀντιφῶν 123. 10· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1.6,29· παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 194Α· ἀποτυγχάνειν σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744Α· στοχάζεσθαι σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519C. 2) μεταφορ., σκοπός, ἀντικείμενον τῆς ἐνεργείας, τέλος, οὗτος … δοκεῖ σκ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507D· τὴν ἡδονὴν σκ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 60Α· σκοπὸς τυραννικὸς τὸ ἡδὺ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 9· κτλ. ΙΙΙ. ὄνομα εἴδους ὀρχήσεως, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 131.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
I. celui ou celle qui observe, particul. :
1 celui qui observe de haut ou de loin : σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας OD des observateurs étaient postés sur les hauteurs battues des vents ; espion, ou en gén. messager envoyé pour prendre des informations;
2 en gén. surveillant, surveillante ; gardien, gardienne, d’où maître : σκοπὸς γυναικῶν δμῳάων OD surveillante des femmes de service ; particul. surveillant des jeux;
II.σκοπός but : σκοπὸν βάλλειν OD, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν XÉN viser (chercher à atteindre) le but ; ἀπὸ σκοποῦ OD, ἀπὸ τοῦ σκοποῦ XÉN en dehors ou loin du but, hors de propos.
Étymologie: σκέπτομαι.

English (Autenrieth)

(σκέπτομαι): watchman, watch, look-out, scout, spy; also of an overseer or person in charge, Il. 23.359, Od. 22.396; mark to shoot at, target, Od. 22.6 ; ἀπὸ σκοποῦ, see ἀπό.

English (Slater)

σκοπός (-ός, -οῦ, -οῖ(ο), -ῷ, -όν.)
   a mark, target ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ (O. 2.89) ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν (O. 10.71) παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.94) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱεὶς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε)τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τετυχεῖν Σ̆γρ) (N. 6.27) ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (Ahrens: σκοποῦ codd.) (N. 9.55) οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.
   b watcher οὐδ' ἔλαθε σκοπόν (Apollo) (P. 3.27) c. gen., Ὀλύμπου σκοποὶ (O. 1.54) τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (Apollo) (O. 6.59) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν (Akastos) (N. 5.27) Ζεὺςθεῶν σκοπὸς (Pae. 6.94)

English (Strong)

from skeptomai (to peer about ("skeptic"); perhaps akin to σκάπτω through the idea of concealment; compare σκέπασμα); a watch (sentry or scout), i.e. (by implication) a goal: mark.