συστρέφω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρέφω Medium diacritics: συστρέφω Low diacritics: συστρέφω Capitals: ΣΥΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: systréphō Transliteration B: systrephō Transliteration C: systrefo Beta Code: sustre/fw

English (LSJ)

   A twist up, roll up, of a whirlwind, μή σ' ἀναρπάσῃ . . συστρέψας ἄφνω A.Fr.195, cf. Ar.Lys.975, Th.61; φρυγάνων πλῆθος Act.Ap.28.3; ἔριον περὶ μηλωτρίδα POxy.234 ii 12 (ii/iii A.D.); of animals, gather themselves together, in preparing to spring, σ. ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον Pl.R.336b; σ. τὸν αὐχένα, of one struggling to get loose, Eup.339; τὰ ὄμματα διὰ κενῆς, ὡς εἴ τι βλέπων, ξυνέστρεφε screwed up his eyes, Hp.Epid.7.83; συστρέψαι ἑαυτούς, of dolphins, Arist.HA631a27; [τὸ χόριον] σ. περὶ αὑτὸ τὴν ὑστέραν Sor.1.71:— Pass., εἰ τὸ χόριον εἰς αὑτὸ συνεστραμμένον εἴη ib.73; συνεστραμμένη χείρ clenched fist, ib.102; of a whirlwind, Men.536.4; of the moon, dub. sens. in Palchus in Cat.Cod.Astr.8(1).250.    II of soldiers, σ. ἑωυτούς form in a compact body, for attack or defence, collect themselves, rally, Hdt.9.18; σ. εἰς ταὐτό (sc. τὰς ἵππους) Arist.HA572b14: freq. in Pass., συστραφέντες in a body, Hdt.4.136, 6.6, cf.40; συστρεφόμενοι Id.9.62, Th.7.30; ξυνεστρέφοντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς Id.2.4; ὅσον . . ἦν ξυνεστραμμένον ibid.; ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν they were formed in a mass 50 deep, X.HG6.4.12; so of bees, fishes, Arist. HA629a19, 621a16.    2 of soldiers, also, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ wheel them to the right, v.l. in X.Lac.13.6; so prob. σ. τὸν ἵππον turn him sharply, Plu.Pyrrh.16; σ. τὴν ὄψιν Satyr.3.    III form into an organized whole, unite, τὸ Μηδικὸν ἔθνος Hdt.1.101; τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol.1304b23:—Pass., club together, conspire, Th.4.68, 8.54; ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι Aeschin.2.178, cf. LXX 4 Ki.10.9:—in Act., ib.3 Ki.16.9.    IV Pass., collect, gather, σ. αἷμα ἐς . . Hp.Aph.5.40; νιφετοῦ συστραφέντος Arist.Mu.394b2; of humours, gather, come to a head, φύματος συστραφέντος Hp.Prog.23; of gravel collecting in the bladder, Id.Aër.9.    V make the hair curl, Theodect.17.3:—Pass., συνεστραμμένα ξύλα knotted, gnarled, Thphr.HP3.11.2; σ. ῥίζα Id.CP1.3.3; κιττὸς συνεστραμμένος ταῖς ῥίζαις Id.HP3.18.9.    VI condense, congeal, harden, τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον Ath.2.41b; of condensing fluids by heat, ἐν ἡλίῳ Dsc.3.7 (Act. and Pass.), cf. Gal.12.834, Aët.7.91; τὰ γυμνάσια τὰς σάρκας σ. Antyll. ap. Orib.6.10.15:—Pass., to be condensed, acquire substance or consistency, ἀφρὸς σ. Arist.HA569b18; esp. in pf. part. Pass., σπέρμα ξηρὸν καὶ συνεστραμμένον ib.523a24; νέφος ἐστὶ πάχος ἀτμῶδες σ. Id.Mu.394a27; πῦρ σ. concentrated, Epicur.Ep.1p.28U.; compact, σ. τὸ εὐπαγές Phld.Po.Herc.994.34; σωμάτιον σ. Arr.Epict. 1.24.8; συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι, of an infant, Sor.1.108; γάλα μελιτοειδῶς συστραφέν ib.91.    VII of sentences, narratives, and the like, bring into a close form, compress, ἐὰν μὴ συστρέφῃ τὰ πράγματα Cratin.85; ἐνθυμήματα σ. Arist.Rh.1419a19; σ. τὰ νοήματα, τὸν νοῦν ἐν ὀλίγοις ὀνόμασι, D.H.Isoc.11, Pomp.2.5: abs., συστρέψας γράφει writes briefly, curtly, Aeschin.3.100; σ. εἰπεῖν τὸ πρᾶγμα D.H. Lys.24:—freq. in Pass., ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον a short and pithy saying, of the Spartans, Pl.Prt.342e; λέξις συνεστραμμένη, opp. διῃρημένη, D.H.Rh.5.7; ἡ Ἀττικὴ γλῶσσα σ. τι ἔχει Demetr. Eloc.177; συνέστραπται τοῖς νοήμασι D.H.Lys.5. cf. Dem.19.    b also, speak or write in an involved style, twist one's words, Antiph.52.17, 217.17.

German (Pape)

[Seite 1045] zusammendrehen, -winden, -drängen, -ziehen, -kehren, wie der Wind die Wolken, Aesch. frg. 181; dah. übh. zusammenbringen, versammeln, vereinigen, Her. 1, 101. 9, 18, u. pass. sich zusammendrängen, zusammenrotten, συστραφέντες οἱ στρατηγοὶ καὶ ἓν ποιήσαντες στρατόπεδον, 6, 6. 9, 62; καὶ οἱ ξυστραφέντες ἀθρόοι ἦλθον, Thuc. 4, 68, u. öfter; ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι, Aesch. 2, 178; συνεστραμμένοι, Xen. Hell. 6, 4, 12; Dem. u. Folgende; Pol. συστραφέντες ἐπ' αὐτόν, 3, 5, 3, u. Sp.; συστρέψας τὸν ἵππον, er nahm das Pferd zusammen, spornte es an, Plut. Pyrrh. 16; auch συστρέψας ἑαυτόν, Plat. Rep. I, 336 b (auch absol., συστρέψας, Aesch. 3, 100); übrtr., ἐνέβαλε ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, verbum contortum, Prot. 343 e, wie συστρέφειν τὰ νοήματα, σύνθεσιν, λέξιν, den Gedanken und den Ausdruck durch Zusammendrängen abrunden, Arist. rhet. 3, 18 u. Rhett.; συνεστραμμένη λέξις, der abgerundete, periodische Ausdruck; τὸ συνεστραμμένον, das Kurze, Gedrängte, wie es bes. den Lacedämoniern eigen war.

Greek (Liddell-Scott)

συστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω ὁμοῦ, στρηφογυρίζω, Λατ. conglobare, ἐπὶ συστροφῆς ἀνέμων, ἀνεμοστροβίλου, μή σ’ ἀναρπάσῃ... συστρέψας ἄφνω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 975, Θεσμ. 61· ἐπὶ θηρίων, συσπειρῶμαι, μαζώνομαι, παρασκευάζομαι ὅπως πηδήσω ἢ ἐφορμήσω, σ. ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον Πλάτ. Πολ. 336Β σ. τὸν αὐχένα, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγωνιζομένου νὰ ἐλευθερωθῇ, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 54· συστρέψαι ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 5· συστρέψαντος δὲ Παύλου φρυγάνων πλῆθος καὶ ἐπιθέντος ἐπὶ τὴν πυρὰν Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 3. ― Παθητ., ἐπὶ ἀνεμοστροβίλου, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. ΙΙ. συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, συστρέψαντες ἑωυτούς, διὰ συστροφῆς σχηματίσαντες ἑαυτοὺς εἰς σῶμα συμπαγὲς καὶ πυκνὸν πρὸς ἐπίθεσιν ἢ ἄμυναν, Ἡρόδ. 9. 18· σ. εἰς ταὐτὸ (ἐξυπακ. τὰς ἵππους) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 16 μεταφορ., σ. ἑαυτόν, συνέρχομαι, ἀναλαμβάνω, Πλάτ. Πολ. 336Ε· ― συχν. ἐν τῷ παθ., συστραφέντες, ἐν ἑνὶ συμπαγεῖ σώματι, Ἡρόδ. 4. 136., 6. 6, 140 συστρεφόμενοι ὁ αὐτ. 9. 62, Θουκ. 7. 30· ξυνεστρέφοντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς ὁ αὐτ. 2. 4· ὅσον... ἦν ξυνεστραμμένον αὐτόθι· ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν, εἶχον σχηματίσῃ φάλαγγα εἰς πάθος πεντήκοντα ἀνδρῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12· ― οὕτως ἐπὶ μελισσῶν κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 42, 5, πρβλ. 37, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡσαύτως, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ, πρὸς τὰ δεξιά, Ξεν. Λακ. 13, 6· οὕτω πιθαν., σ. τὸν ἵππον, στρέφω αὐτὸν ἀποτόμως, Πλουτ. Πύρρ. 16 σ. τὴν ὄψιν Σάτυρ. παρ’ Ἀθην. 248Ε. ΙΙΙ. σχηματίζω ἓν ὅλον, ὀργανικόν, ἑνώνω, συνάπτω, σ. τὸ Μηδικὸν ἔθνος Ἡρόδ. 1. 101· τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 1. ― Παθητ., ἑνοῦμαι, συνδέομαι, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἢ σύλλογον, συνωμοτῶ, Θουκ. 4. 68., 8. 54· ἐπί τινα Αἰσχίν. 52. 6. IV. συνάγω, συναθροίζω, σ. αἷμα εἰς... Ἱππ. Ἀφ. 1254. ― Παθητ., νιφετοῦ συστραφέντος Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 8· ἐπὶ χυμῶν ἐν τῷ σώματι, συνάγομαι εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ἀποτελῶ φῦμα, φύματος συστραφέντος Ἱππ. Προγν. 45· ἐπὶ ἄμμου ἐν τῇ κύστει, ὁ αὐτ. περὶ Ἀέρ. 286. V. ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, καθιστῶ αὐτὰς οὔλας, τὰς κάμνω σγουράς, συνέστρεψε κόμας (δηλ. ὁ ἥλιος) Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695. ― Παθ., αἱ συνεστραμμέναι τῶν τριχῶν Κλήμ. Ἀλ. 289· συνεστραμμένα ξύλα, ἔχοντα κόμβους, ὀζώδη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2· σ. ῥίζα ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 3· κιττὸς συνεστραμμένος ταῖς ῥίζαις ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 9. VI. συμπυκνῶ, συμπήγνυμι, σκληραίνω, τὸ ψυχρὸν συστρέφει Ἀθήν. 41Β· τὰ γυμνάσια τὰς σάρκας σ. Ἄντελλ. ἐν Medd. Vett. σ. 98. ― Παθ., συμπυκνοῦμαι, λαμβάνω πυκνότητα ἢ σύστασιν, ἀφρὸς σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 7· σπέρμα αὐτόθι 3, 22, 3· νέφος ἐστὶ πάχος ἀτμῶδες συνεστραμμένον ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4, 5· σωμάτιον συνεστραμμένον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 8. VII. ἐπὶ προτάσεων, διηγημάτων, καὶ τῶν ὁμοίων, συμπυκνῶ, συμπιέζω, ἐὰν μὴ συστραφῇ (-έφῃ Βεντλ.) τὰ πράγματα Κρατῖνος ἐν «Κλεοβουλίναις» 1· ἐνθυμήματα σ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 4· σ. τὰ νοήματα, τὸν νοῦν ἐν ὀλίγοις ὀνόμασι Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἀπολ., συστρέψας γράφει, συντόμως, ἐν βραχυλογίᾳ, Αἰσχίν. 68. 2· σ. εἰπεῖν Διογ. Ἁλ. περὶ Λυσίου 24 ― συχν. ἐν τῷ παθητ. ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, σθεναρόν, νευρῶδες (οὕτω παρὰ Κικέρωνι contortus), ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Πλάτ. Πρωτ. 342Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 5. 7 (ἔνθα λέξις σ. ἀντίκειται τῷ διῃρημένη)· ἡ Ἀττικὴ γλῶσσα σ. τι ἔχει Δημήτρ. Φαληρ. 177· συνέστραπται τοῖς νοήμασι Διον. Ἁλ. π. Λυσίου 5, πρβλ. τὸν αὐτ. π. Δημοσθ. 19· ― πρβλ. συνεστραμμένως. β) ὡσαύτως, ὁμιλῶ ἢ γράφω εἰς ὕφος πολύπλοκον καὶ δύσκολον, συστρέφω τοὺς λόγους μου, παρ’ αὐτῷ δ’ ἄλλα συστρέφειν πυκνὰ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 17· σοῦ ταῦτα συστρέφοντος ὁ αὐτ. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 17.

French (Bailly abrégé)

1 rouler ensemble ; rassembler, ramasser : σ. ἵππον PLUT rassembler un cheval ; Pass. κύων συστρεφόμενος PLUT chien ramassé sur soi-même;
2 grouper, unir : ἔθνος HDT une nation ; σ. ἑωυτούς HDT se former en troupe serrée ; Pass. se grouper, se former en rangs serrés ; fig. s’unir, se concerter, se liguer;
3 rassembler, condenser, resserrer.
Étymologie: σύν, στρέφω.

English (Strong)

from σύν and στρέφω; to twist together, i.e. collect (a bundle, a crowd): gather.