κόλυμβος

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλυμβος Medium diacritics: κόλυμβος Low diacritics: κόλυμβος Capitals: ΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: kólymbos Transliteration B: kolymbos Transliteration C: kolymvos Beta Code: ko/lumbos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κολυμβίς, Ar. Ach.876.    II = κολύμβησις, ἅμιλλα κολύμβου Paus.2.35.1, cf.Str. 16.2.42, AP9.82 (Antip. Thess.), Plu.2.162f (pl.), Herod.Med. ap. Orib.10.39.3, Antyll.ib.6.27.4, X.Ep.3.2.    2 = κολυμβήθρα 1, Hero *Mens.19.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, der Taucher, Schwimmer, bes. Sp. – Bei Ar. Ach. 875 derselbe Wasservogel wie κολυμβίς. – Das Schwimmen; Antp. Th. 51 (IX, 82); ἁμίλλης κολύμβου Paus. 2, 35, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 876˙ πρβλ. κολυμβίς. ΙΙ. = κολύμβησις, Παυσ. 2. 35, 1, Ἀνθ. Π. 9. 82, Πλούτ. 2. 163Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 action de plonger, de nager;
2 plongeon, oiseau.
Étymologie: R. Κρυφ > κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s’enfoncer.

Greek Monolingual

ο (AM κόλυμβος)
το πτηνό κολυμβίς
αρχ.-μσν.
κολύμβηση, κολύμπι («ἡ λίμνη... ἀγχιβαθής..., ὥστε μή δεῖν κολύμβου», Παυσ.)
μσν.
δεξαμενή
αρχ.
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «σκοτεινός, μαύρος» (πρβλ. κελαινός) και συνδέεται πιθ. με το λατ. columba «περιστέρι». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν παρέκταση -umb-, της οποίας η αναγωγή σε ΙΕ -on-b(h)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -υ-.
ΠΑΡ. κολυμβώ, κολυμβάς / -πάδα
αρχ.
κολύμβαινα, κολυμβίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ακόλυμβος, εὐκόλυμβος, πολυκόλυμβος.

Greek Monotonic

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόλυμβος:1) Arph. = κολυμβίς;
2) ныряние, плавание Plat., Anth.