διαφαίνω

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφαίνω Medium diacritics: διαφαίνω Low diacritics: διαφαίνω Capitals: ΔΙΑΦΑΙΝΩ
Transliteration A: diaphaínō Transliteration B: diaphainō Transliteration C: diafaino Beta Code: diafai/nw

English (LSJ)

   A show through, let a thing be seen through, τὴν λευκότητα δ. Arist.GA735b20; Ἀὼς καλὸν διέφαινε πρόσωπον Theoc.18.26; δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Plb.12.24.1.    2 allow light to pass, Hero Aut. 27.1.    3 convey (to the reader), κατασκευήν Phld.Po.2.35.    II Pass., show through, νεκύων δ. χῶρος showed clear of dead bodies, Il. 8.491; to be seen through a transparent substance, Hdt.3.24; μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον impervious to light, Arist.GA780a34, cf.Pr.936a8; λίθος διαφαινόμενος transparent stone, Agatharch.82.    2 to glow, to be red-hot, μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Od.9.379.    3 metaph., to be proved, show itself, ἐν πείρα τέλος -εται Pi.N.3.71, cf. Th.2.51; to be conspicuous, δυνάμει ταῦτα μέγιστα διεφάνη Id.1.18; stand out, excel, πάνθ' ἁπλῶς ἂ διαφαίνεται prob. in Phld.Po.5.4.    III intr., show light through, to be transparent, ἱμάτια -οντα Philem.81; dawn, ἡμέρης -ούσης Hdt.7.219, cf. 8.83: metaph., shine through, τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τοῦ προσώπου διαφαίνει X.Mem.3.10.5.    2 πυρὰ διέφᾱνε (Dor. aor. 1) the pyre parted its flames, so as to allow a passage, Pi.P.3.44 (v.l. -φαινε).

German (Pape)

[Seite 609] (s. φαίνω), durchscheinenlassen; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; zeigen, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst intrans., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; ἤδη διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, anbrach, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε πυρά Pind. P. 3, 44. – Pass., hindurchscheinen, sichtbar werden: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ τέλος διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 sich zeigen, Thuc. 1, 19 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε πρόσωπον Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. χῶρος, ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) λάμπω, εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ ἐπίσημος μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι διαφανής, Φιλήμ. Συνεφ. 1· διαυγάζω, ἀνατέλλω, ἡμέρα, ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire voir à travers, laisser entrevoir;
2 intr. se laisser entrevoir, se faire voir, se montrer ; ἠὼς διέφαινε HDT l’aurore commençait à paraître;
Moy. διαφαίνομαι (f. διαφανοῦμαι ou διαφανήσομαι);
1 se laisser voir entre : νεκύων IL entre les cadavres;
2 se laisser voir à travers (une substance transparente);
3 brûler en jetant une lueur brillante;
4 se montrer clairement, être ou devenir évident;
5 briller, se distinguer entre tous.
Étymologie: διά, φαίνω.

English (Slater)

διαφαίνω
   a shine apart : of a fire divide its light καιομένα δ' αὐτῷ (= Ἀπόλλωνι) διέφαινε πυρά. (v. 1. διέφανε· οἷον διάστημα τοῦ πυρὸς ἐγενήθη, ἕως ἂν ἐπιβὰς ὁ Ἀπόλλων ἀνέληται τὸν παῖδα. Σ.) (P. 3.44)
   b pass. met., be illuminated ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται (N. 3.71)

Spanish (DGE)

I intr. gener. en v. med.
1 ser transparenteἀήρ Hp.Flat.14, τὸ μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον Arist.GA 780a34, cf. Pr.936a9, λίθος del topacio, Agatharch.82, del agua Σιμοῦντος ἔβλεψεν δίναν ἐς διαφαινομέναν Call.Lau.Pall.20
tb. en v. act. ἱμάτια Philem.84
abrir(se) un claro ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος en un paraje limpio donde aparecía un claro de cadáveres, Il.8.491, 10.199, καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά le abría un claro la pira ardiente Pi.P.3.44.
2 brillar, resplandecer διεφαίνετο δ' αἰνῶς de una rama de olivo incandescente Od.9.379, τάγε κνέφαος διαφαίνεται ὀξέα πάντα todas lucen claramente a través de las tinieblas de las estrellas, Arat.472, tb. en v. act. διαφαίνειν ἐκεῖνον (τὸν ἥλιον) εἰκὸς ἦν Plu.2.929c (= Democr.A 89a)
fig. sobresalir, resaltar πάνθ' ... [ἃ] διαφαίνεται en una obra literaria, Phld.Po.5.7.25, c. gen. ταυτὶ γὰρ διαφαίνεται τοῦ ἀνδρός pues esto es precisamente lo que resalta de este hombre Philostr.VA 1.28, παιδὸς ὄντος αὐτοῦ διαφαίνεσθαι χάριεν ἦθος Plu.Alex.77, ὥσπερ ἀκτίνων αὐγαὶ τὰ Ἀττικὰ ὀνόματα διαφαίνεται τοῦ λόγου Philostr.VS 503, cf. 527, 623.
3 aparecer, mostrarse, revelarse ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται en la prueba se revela la perfección Pi.N.3.71, ἐν ... τῇ στήλῃ ἐνεὼν διαφαίνεται ὁ νέκυς Hdt.3.24, ἡ τῶν ψυχῶν ἐπιτηδειότης διαφαίνεται D.C.52.20.1, ἐπὶ σμικροῖσι νόος διαφαίνεται ἀνδρός AP 9.767 (Agath.), νισομένοισι μυχὸς διεφαίνετο Πόντου A.R.2.1246, οἱ μεγάλοιο Διὸς διεφαίνετο θυμός Q.S.8.354
c. pred. δυνάμει γὰρ ταῦτα μέγιστα διεφάνη Th.1.18, σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲ διεφάνη πρὸς αὐτό ningún cuerpo se mostró resistente ante ella (la peste), Th.2.51, νησῖδας ... μικρὰς διαφανείσας θεασάμενοι Plu.Luc.24, ἐρατὴ ... θεοῦ διεφαίνετο μορφή de Apolo AP 2.285 (Christod.), c. part. pred. (τὴν θάλασσαν) πορφυρίζουσαν διαφαίνεσθαι Arist.Mir.843a26, οὐκ ἠρεμέων διαφαίνετο AP 2.26 (Christod.), c. adv. τὰ τοιαῦτα οὕτω διαφαίνεσθαι Luc.Herm.20, ἐν τῷ διαφαίνεσθαι ὅτι ... en el hecho obvio de que ... Eun.Hist.72.4
tb. en v. act. διαφαινούσης ἡμέρης al despuntar el día Hdt.7.219, ἠώς τε διέφαινε Hdt.8.83, τῆς ὀμίχλης ἤδη διαφαινούσης Plb.18.22.2, fig. τὸ μεγαλοπρεπὲς ... διὰ τοῦ προσώπου ... διαφαίνει X.Mem.3.10.5, καθάπερ τὰ μὲν ὥρια διαφαίνοντα τοῦ ὕδατος como los frutos se dejan ver a través del agua Clem.Al.Strom.5.9.56.
II tr. en v. act.
1 mostrar πνεῦμα ... τὴν λευκότητα διαφαίνει Arist.GA 735b20, ὅταν διαφαίνωσιν τὸν καρπόν las viñas, Thphr.CP 3.16.1, ἀὼς ... καλὸν διέφανε πρόσωπον Theoc.18.26, τὰς ἑαυτῶν φύσεις Plb.12.24.1, κατασκευήν Phld.Po.D fr.1.22, τὸ γεραρὸν ... τοῦ ἤθους Plu.Pomp.2, τὸν θυμὸν οὐ τεταπεινωμένον Plu.Mar.41, τὸ τῆς φύσεως μέγεθος Eun.Hist.50
de palabras explicar τὸν ... μῦθον Plu.2.764a.
2 poner al rojo-blanco por incandescencia ἰπνοῦ ὄστρακα διαφήνας poniendo al rojo-blanco los tejuelos del horno Hp.Morb.2.47b, διαφαῖνον τὸ σιδήριον hierro al rojo-blanco Hp.Haem.6.

Greek Monotonic

διαφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ,
I. αφήνω κάτι να διαφανεί, φανερώνω, σε Θεόκρ.
II. 1. Παθ. αόρ. βʹ -εφάνην [ᾰ], εμφανίζομαι ή διαφαίνομαι, νεκύων δ. χῶρος, φαινόταν καθαρός ο τόπος από νεκρά σώματα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, αυτό το οποίο διαφαίνεται πίσω από ένα διάφανο υλικό, σε Ηρόδ.
2. γυαλίζω, λάμπω, είμαι πυρόχρωμος, σε Ομήρ. Οδ.
3. μεταφ., είμαι πασίδηλος, αυταπόδεικτος, σε Θουκ.· είμαι επιφανής ανάμεσα σε άλλους, στον ίδ.
III. απόλ., στην Ενεργ., διαφαίνεται το φως, χαράζει, ανατέλλει, ἡμέρα, ἠὼς διέφαινε, σε Ηρόδ.· μεταφ., λαμποκοπώ ανάμεσα σε, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαφαίνω: 1) показывать, являть, обнаруживать (λευκότητα Arst.; καλὸν πρόσωπον Theocr.; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Polyb.; ἀλκὴν καὶ φρόνημα Plut.): ὥσπερ ἀστραπὴ διαφαίνων Plut. сверкающий как молния; διά τινος δ. Xen. просвечивать сквозь что-л.;
2) ярко пылать (διέφαινε - v. l. διέφᾱνε πυρά Pind.);
3) (рас)светать (ἠὼς διέφαινε Her.): τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb. с рассветом;
4) med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться (ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.): ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. там, где земля была свободна от трупов;
5) med.-pass. просвечивать, быть прозрачным (τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μὴ διαφαινόμενον μέλαν Arst.);
6) med.-pass. быть раскаленным (ὁ μόχλος διεφαίνετο Hom.);
7) med.-pass. отличаться, выделяться (δυνάμει Thuc.).