ξίφος
English (LSJ)
[ῐ], Aeol. σκίφος (q. v.), εος, τό,
A sword, ξ. μέγα, ὀξύ, Il.1.194, 4.530, etc., cf. A.Pr.863, Hdt.3.64, X.An.2.2.9, etc. ; ξ. ἄμφηκες Il.21.118, Od.16.80 ; ξ. ἀργυρόηλον χάλκεον Il.19.372 ; ξ. σὺν κολεῷ . . καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι 7.303 : used by Hom. as equivalent of ἄορ and φάσγανον, Od.11.48 (cf. 24, 82), 10.294 (cf. 321) ; cf. μάχαιρα. 2 power of life and death, Lat. jus gladii, Philostr.VA4.42. II sword-shaped bone in the cuttle-fish (τευθίς), Arist.HA524b24, PA 654a21, Opp.H.3.558 ; also in the ξιφίας, Arist.Fr.325. III = ξιφίον, Thphr.HP7.13.1.
German (Pape)
[Seite 280] τό (nach E. M. von ξύω, ξέω), Schwert, Degen; bei Hom. an einem Gehenk, τελαμών, über der Schulter getragen; ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον, Il. 2, 45; περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ, Od. 2, 3; es hängt an der Seite, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 9, 300, ist mit einer Scheide versehen, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος, Il. 1, 164, ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξύ, Il. 12, 190; vgl. 7, 303; ξίφος κουλεῷ ἐγκατέπηξα, Od. 11, 97; ἄμφηκες, Il. 21, 118 u. öfter; ἀργυρόηλον, χάλκεον, Od. 10, 261; Pind. nennt es λευρόν, N. 7, 27, χαλκότορον, P. 4, 147; ἐν κουλεᾠ κατασχοῖσα ξίφος, N. 10, 6; δίθηκτον, Aesch. Prom. 865; νεοσπαδὲς ξίφος ἔχων, Eum. 42, öfter; ἀμφίθηκτον, Soph. Ant. 1298; χεροῖν κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώθη ξίφη, Ai. 730, öfter, wie Eur.; in Prosa, Her. 3, 64; Xen. Conv. 2, 11, kleine Dolche, von Taschenspielern und Jägern gebraucht, u. so auch Sp., wie Plut. Caes. 66. – Im engern Sinne der gerade Degen, zum Unterschiede von dem krummen Säbel, μάχαιρα. – Auch der degenförmige Knochen im Rücken des Blackfisches, Arist. part. an. 2, 8 H. A. 4, 1; Ath. VII, 314. – Bei Theophr. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
ξίφος: [ῐ], Αἰολ. σκίφος (πρβλ. ξιφίας), εος, τό· - ὡς καὶ νῦν, Ὅμηρ., ὅστις παριστάνει αὐτὸ ὡς μέγα καὶ κοπτερὸν ἢ ὀξύ, μέγα, ὀξὺ Ἰλ. Α. 194., Δ. 530, κτλ.· ὡς δίστομον, ἄμφηκες Φ. 118, Ὀδ. ΙΙ. 80· κατεσκευάζετο δὲ ἐκ χαλκοῦ καὶ ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὤμου διὰ τοῦ τελαμῶνος, Ἰλ. Β. 45., Γ. 18, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. δὲν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ ξίφους καὶ τῶν λέξεων ἄορ καὶ φάσγανον, Ὀδ. Λ. 24, 48, 82, πρβλ. Κ. 294, 331· - ἀλλὰ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τῆς μαχαίρας, (ἴδε ἐν λ.). ΙΙ. τὸ ἐν τῇ τευθίδι ξιφοειδὲς ὀστοῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, π. Ζ. Μορ. 2.8, 8. 2) = ξιφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 306. ΙΙΙ. φυτόν τι (πρβλ. ξιφίον), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 1. (Πιθ. ὁ Αἰολ. τύπος σκίφος ἦν ὁ ἀρχαιότατος, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδιν. skaf-a (ξυρίζω, ξέω, ῥυκανίζω), Ἀρχ. Γρμ. scab-a (ῥυκάνη), καὶ ἴδε Ξ, ξ. ΙΙ. 1, ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ξίφαι ὡς σημαῖνον τὴν σιδηρᾶν λεπίδα τῆς ῥυκάνης).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 épée ou poignard;
2 glosé « braquemart » par Hsch.
Étymologie: R. Σκαφ piquer, creuser ; cf. σκάπτω, σκάφη, etc.
English (Autenrieth)
εος: sword. The ξίφος had a two-edged blade, joined to the hilt (κώπη) by bands of dark metal (μελάνδετον). It was worn in a sheath (κουλεόν), suspended by a baldric (τελαμών) that passed over the shoulder. (See cut on preceding page.)
English (Slater)
ξίφος
1 sword “χαλκοτόροις ξίφεσιν” (P. 4.147) Ψπερμήστρα μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος (N. 10.6) ]ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον[ (supp. e Σ Snell: ἀντὶ τοῦ στρατεύσαντι Σ.) Πα. . 1. Ἁἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος (N. 7.27)
Spanish
Greek Monolingual
το (ΑΜ ξίφος, Α δωρ. και αιολ. τ. σκίφος) φορητό αγχέμαχο όπλο που αποτελείται από μεταλλική λεπίδα με ποικίλες διαστάσεις ως προς το μήκος και το πλάτος της, καθώς και με διαφορετική διαμόρφωση ως προς το σχήμα της και η οποία στη βάση της φέρει λαβή με προστατευτικό συνήθως κάλυμμα, το σπαθί
αρχ.
1. εξουσία ζωής ή θανάτου
2. το ξιφοειδές οστό, κν. το ραχοκόκαλο, μερικών ψαριών
3. ο ξιφίας
4. είδος φυτού
5. (ο τ. σκίφος) (κατά τον Ησύχ.) το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλά άλλα ονόματα όπλων. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. από το αιγυπτιακό sēfet δεν μπορεί να στηριχθεί, λόγω της παρουσίας αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου (kw-, παριστανόμενου ως q- στη συλλαβογρ. μυκηναϊκή γραφή στο μυκην. qisipee, δυϊκό αριθμό του ξίφος. Ο αρκτικός φθόγγος του μυκην. τ. στη συνέχεια έχασε τον χειλοϋπερωικό του χαρακτήρα ανομοιωτικά προς το χειλικό σύμφωνο της δεύτερης συλλαβής και σχηματίστηκε ο τ. ξίφος με ουρανικό (κ-) σύμφωνο. Σε ό,τι αφορά την ετυμολογική προέλευση της λ. έχει προταθεί η σύνδεση της με οσσετικό axsirf «δρεπάνι» και η αναγωγή τών τ. σε ΙΕ ρίζα qsibhro-. Ο τ. σκίφος, τέλος, είναι διαλεκτικός.
ΠΑΡ. ξιφίας, ξιφίδιο(ν), ξίφιο(ν), ξιφιός
αρχ.
ξιφήν, ξιφίζω, ξιφύδριον
μσν.
ξιφίνδα
νεοελλ.
ξιφάρι, ξιφίδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξιφασκία, ξιφήρης, ξιφοδρέπανο(ν), ξιφοειδής, ξιφοθήκη, ξιφομάχαιρα, ξιφοποιός
αρχ.
ξιφηφόρος, ξιφοδήλητος, ξιφοκτόνος, ξιφουλκός, ξιφουργός
μσν.
ξιφοδότης
νεοελλ.
ξιφοδιδάσκαλος, ξιφολόγχη, ξιφοφόρος. (Β συνθετικό) αρχ. άξιφος, χρυσόξιφος.
Greek Monotonic
ξίφος: [ῐ], Αιολ. σκίφος, -εος, τό, ξίφος, σπαθί, σε Όμηρ.· αντίθ. προς το μάχαιρα, βλ. μάχαιρα.
Russian (Dvoretsky)
ξίφος: εος (ῐ) τό
1) меч (ἄμφηκες Hom. и ἀμφίθηκτον Soph.; χάλκεον, ἀργυρόηλον Hom.): ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξ. ὀξύ Hom. выхватив из ножон острый меч;
2) короткий нож, кинжал Plut.;
3) Arst. = ξιφίας;
4) мечевидный хрящ (у некоторых головоногих) Arst.