πηλίκος

From LSJ
Revision as of 05:45, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλίκος Medium diacritics: πηλίκος Low diacritics: πηλίκος Capitals: ΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: pēlíkos Transliteration B: pēlikos Transliteration C: pilikos Beta Code: phli/kos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, interrog. correl. to τηλίκος, ἡλίκος,

   A how great or large? πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή; Pl.Men.82d, cf. 83e; πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Eub.82 ; after τηλικοῦτος, D.19.284; πόσα καὶ πηλίκα of what number and magnitude, Plb.1.2.8 : with Art., ὁ πηλίκος; quantulus? Babr.69.4; τὸ π. magnitude, opp. τὸ ποσόν (quantity), Nicom. Ar.1.2 ; ὁ χρόνος . . ἐστὶ μῖγμα πηλίκου καὶ ποσοῦ Dam.Pr.371. Adv. -κως Hdn.Gr.2.925.    II of what age, π. ἦσθ' ὅθ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Xenoph.22.5.    2 indef., of a certain age, Arist.EN1134b11 : Comp. -ώτερος, f.l. for ἀπηλικέστερος, Aret.SA2.11.

German (Pape)

[Seite 610] wie groß? wie stark? übh. quantus (Nicom. arithm. 1, 2 unterscheidet es von πόσος u. bezeichnet damit die geometrische Größe, μέγεθος, wie mit πόσος die arithmetische, πλῆθος); πηλίκη τις ἔσται γραμμή, Plat. Men. 82 d; χωρίον, 85 a; πόσα καὶ πηλίκα, Pol. 1, 2, 8; Sp.; τὸ πηλίκον οὔνομα, Diod. 11 (VII, 235). Auch vom Alter, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

πηλίκος: [ῐ], -η, -ον, ἐρωτημ. συσχετ. τοῦ τηλίκος, ἡλίκος, πόσον μέγας; Λατ. quantus? πηλίκη τίς ἐστιν ἡ γραμμή; Πλάτ. Μένων 83D, πρβλ. 83Ε· πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· μετὰ τὸ τηλικοῦτος, Δημ. 432. 22· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ πηλίκος; quantulus? Βάβρ. 69. 4. ΙΙ. ποίας ἡλικίας; π. ἦσθ’, ὅθ’ ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 54F· ἡλικίας τινός, καὶ τὸ τέκνον ἕως ἂν ᾗ πηλίκον καὶ χωρισθῇ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 19. ― Κυρίως τὸ πηλίκος ἀναφέρεται εἰς τὸ μέγεθος, τὸ δὲ πόσος εἰς τὸ ποσόν, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 2· πόσα καὶ πηλίκα Πολύβ. 1. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 adj. interr. combien grand ? de quelle grandeur ?;
2 adj. indéf. d’un certain âge.
Étymologie: *πός, ἡλίκος.

English (Strong)

a quantitative form (the feminine) of the base of πού; how much (as an indefinite), i.e. in size or (figuratively) dignity: how great (large).

English (Thayer)

πηλικη, πηλίκον (from ἧλιξ (?)), interrogative, how great, how large: in a material reference (denoting geometrical magnitude as disting. from arithmetical, πόσος) (Plato, Men., p. 82d.; p. 83e.; Ptolemy, 1,3, 3; Winer, Rückert, Hilgenfeld (Hackett in B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Epistle; but see Lightfoot or Meyer). in an ethical reference, equivalent to how distinguished, Hebrews 7:4.

Greek Monolingual

-η, -ον, ΜΑ
(ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος)
1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ
β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον
βλ. πηλίκον
αρχ.
ποιας ηλικίας, πόσων ετών.
επίρρ...
πηλίκως
πόσο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίκος και πο-].

Greek Monotonic

πηλίκος: [ῐ], -η, -ον, ερωτημ. συσχετ. αντων. των τηλίκος, ἡλίκος·
I. πόσο φοβερός ή μεγάλος; Λατ. quantus?
II. ποιας ηλικίας, συγκεκριμένης ηλικίας, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πηλίκος: (ῐ)
1) какой величины, каких размеров: πηλίκην τινὰ φῂς (τὴν γραμμὴν) εἶναι; Plat. какова, по-твоему, длина этой линии?; πόσα καὶ πηλίκα; Polyb. сколь многочисленные и сколь значительные (выгоды)? (лат. quot quantaque?);
2) такого-то возраста, определенных лет: τὸ τέκνον, ἕως ἂν ᾖ πηλίκον Arst. дитя, прежде чем оно достигнет определенного возраста.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pron. adj.
Meaning: how large?, how old? (IA.).
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- how
Etymology: Beside it τηλίκος, Dor. ταλ-, so great, so old (Il.), ἡλίκος how great, how old (s. v.). -- With κ-sufflx from IE *kʷāli-, *tāli- in Lat. quālis, tālis to interr. *kʷo-, demonstr. *to-; s. πόθεν and τό. Beside, with short vowel and longvocal. suffix, OCS kolikъ, tolikъ (: kolь quantum, tolь tantum). Details in Chantraine Études 152 ff.