θανάσιμος
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
[νᾰ], ον, (θάνατος)
A deadly, fatal, Hp.Aph.2.1, Pl.R.610e, etc.; τύχαι A.Ag.1276; πέσημα S.Aj.1033; χείρωμα Id.OT560; πέπλος Id.Tr.758; φάρμακα E.Ion616, Ph.Bel.103.31, cf. Metrod.53, etc.; θηρία θ., of poisonous reptiles, Plb.1.56.4: θανάσιμα, τά, poisons, Ev.Marc. 16.18, Dsc.4.108, Gal.14.154. Adv. -μως, τύπτειν to strike with deadly blow, Antipho 4.3.4: neut. pl. as Adv., ἀσπίδες -μα δάκνουσαι D.S.1.87. 2 belonging to death, θ. αἷμα the life-blood, A. Ag.1019 (lyr.); μέλψασα θ. γόον having sung her death-song, ib.1445; θ. ἐκπνοαί E.Hipp.1438. II of persons, near death, S.Ph.819; θ. ἤδη ὄντα Pl.R.408b; liable to the death-penalty, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 (Cyrene). 2 dead, S.Aj.517; θ. βεβηκότα Id.OT959.
German (Pape)
[Seite 1186] ον, tödtlich, todtbringend, τύχαι Aesch. Ag. 1249; θανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα, das Blut des sterbenden Mannes, 1019; θανάσιμος γόος, Trauer um den Tod, oder Sterbelied, 1419; φάρμακα Eur. Ion 616; ὄλωλε θανασίμῳ πεσήματι Soph. Ai. 1012, durch den Sturz ins Schwert; πέπλον, das vergiftete, Tr. 755; βλάβη Plat. Legg. XI, 933 d; νόσημα Rep. III, 406 b; ἀδικία X, 610 c; ἤδη θανάσιμος, er ist dem Sterben, dem Tode nahe, ibd. III, 408 c; so Soph. ὦ γαῖα δέξαι θανάσιμόν μ' ὅπως ἔχω Phil. 808; Ἅιδου θανασίμους οἰκήτορας Ai. 513, wie Eur. Hec. 1033 θανάσιμον πρὸς Ἅιδαν; – θηρία, giftige, todtbringende, Pol. 1, 56, 4 u. Sp. – Adv. θανασίμως τύπτειν, tödtlich, Antiph. 4 γ 4, wie θανάσιμα δάκνειν D. Sic. 1, 87.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνάσῐμος: νᾰ, ον, (θανεῖν, θάνατος) θανατηφόρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· τύχαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1276· πέσημα Σοφ. Αἴ. 1033· χείρωμα ὁ αὐτ. Ο. Τ. 560· πέπλος ὁ αὐτ. Τρ. 758· φάρμακα Εὐρ. Ἴωνι 616, κτλ.· θηρία θ., ἐπὶ δηλητηριωδῶν ἑρπετῶν, Πολύβ. 1. 56, 4· - ἐπίρρ., θανασίμως τύπτω, κτυπῶ θανατηφόρον κτύπημα, Ἀντιφῶν 127. 32. 2) τοῦ θανάτου, ἀνήκων εἰς τὸν θάνατον, θαν. αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· μέλψασα θ. γόον, ἀφοῦ ἔψαλε τὸ θρηνῶδες ᾆσμα τοῦ θανάτου μου, αὐτόθι 1445. II. ἐπὶ προσώπων, ἐγγὺς τοῦ θανάτου, Σοφ. Φ. 819· θ. ἤδη ὄντα Πλάτ. Πολ. 408C· ὑποκείμενος εἰς θάνατον, αὐτόθι 610E. 2) νεκρός, Σοφ. Αἴ. 517, Ο. Τ. 959.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui donne la mort, mortel (accident, malheur);
II. qui concerne la mort :
1 de mort ; θανάσιμος μόρος EUR, θανάσιμοι τύχαι ESCHL la mort ; γόος θανάσιμος ESCHL gémissement de mort ; de meurtre : θανάσιμον αἷμα ESCHL le sang du meurtre;
2 qui est près de la mort, moribond, mourant;
3 mort.
Étymologie: θάνατος.
English (Strong)
from θάνατος; fatal, i.e. poisonous: deadly.
English (Thayer)
θανάσιμόν (θανεῖν, θάνατος), deadly: Aeschylus), Sophocles, Euripides, Plato, and following.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θανάσιμος, -ον) θάνατος
αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο)
νεοελλ.
1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος
2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κληρίδες
3. φρ. α) «θανάσιμο αμάρτημα» — βαρύτατο αμάρτημα, το οποίο δεν είναι δυνατόν να συγχωρηθεί
β) «θανάσιμο μίσος» — υπερβολικό μίσος που δεν εξαλείφεται παρά μόνο με τον θάνατο του μισητού προσώπου
γ) «θανάσιμος εχθρός» — εχθρός μέχρι θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα συνδιαλλαγής
μσν.
καταστρεπτικός, πολύ επιζήμιος
αρχ.
1. ετοιμοθάνατος
2. νεκρός
3. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο θνητός
5. φρ. α) «θανάσιμον αἷμα» — το αίμα από θανάσιμο χτύπημα
β) «θανάσιμος γόος» — μοιρολόι
5. το ουδ. ως ουσ. το θανάσιμον
ουσία που επιφέρει τον θάνατο.
επίρρ...
θανασίμως και θανάσιμα (Α θανασίμως και θανάσιμα)
με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρως
νεοελλ.
μέχρι θανάτου.
Greek Monotonic
θᾰνάσῐμος: [νᾰ], -ον (θνῄσκω),
I. 1. θανατηφόρος, μοιραίος, σε Τραγ., κ.λπ.
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θάνατο· θανάσιμον αἷμα, το αίμα του πεθαμένου, σε Αισχύλ.· μέλψασα θανάσιμον γάον, αφού έψαλε το θρηνώδες άσμα του θανάτου μου, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται κοντά στο θάνατο, σε Σοφ., Πλάτ.· αυτός που υποτάσσεται στο θάνατο, ο θνητός, σε Πλάτ.· επίσης, νεκρός, πεθαμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνάσιμος: (νᾰ)
1) смертный, сулящий смерть (μόρος Eur.; τύχαι Aesch.);
2) смертельный, губительный, убийственный (φάρμακα Eur., Plut.; νόσημα Plat., Arst.);
3) ядовитый (δήγματα Arst.; θηρία Polyb.; θανάσιμόν τι πίνειν NT): θανάσιμα δάκνειν Diod. причинить смертельный укус;
4) несущий или причинивший смерть (χείρωμα Soph.; πέσημα Soph.; βλάβη Plat.);
5) смертоносный (πέπλος, sc. Νέσσου Soph.; βέλος Plut.);
6) вызванный (чьей-л.) смертью, проникнутый скорбью об умершем (γόος Aesch.);
7) близкий к смерти, умирающий: ἤδη θ. Plat. он уже умирает;
8) умерший, мертвый: θανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα Aesch. кровь убитого; Ἃιδου θανάσιμοι οἰκήτορες Soph. усопшие жители Гадеса.
Middle Liddell
θᾰνά˘σῐμος, ον θνήσκω
I. deadly, Trag., etc.
2. of or belonging to death, θαν. αἷμα (as we say) the life- blood, Aesch.; μέλψασα θ. γόον having sung my death- song, Aesch.
II. of persons, near death, Soph., Plat.: subject to death, mortal, Plat.: also dead, Soph.