προσδέομαι

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

German (Pape)

[Seite 755] (s. δέομαι), noch dazu ermangeln, Mangel leiden, an Etwas, τινός; dah. noch dazu bedürfen, bitten, erbitten, τινός τι, Etwas von Einem, Her. 6, 35. 8, 144; τινός, c. inf., 8, 40; u. mit dem acc. c. inf., 6, 41. 100; auch mit dem doppelten gen. der Person u. der Sache, Einen wiederholt, noch einmal um Etwas bitten, 5, 40; πᾶσαι τέχναι προσδέονται ἀδολεσχίας, Plat. Phaedr. 269 d; Gorg. 450 d u. öfter; οὐ τοῦ λυπήσοντος προσδεήσονται, Men. 247 a; selten auch impers., οὐκοῦν σοι δοκεῖ πολλῆς προμηθείας προσδεῖσθαι, ὅπως μὴ λήσει τις, Alc. II, 138 b; πόσου προσδεῖται, Xen. Mem. 3, 6, 13; ἔτι ταῦτα μαντείας προσδεῖται, Aesch. 1, 76; ὧν ὑμεῖς προσεδεῖσθε, Xen. An. 7, 6, 27; τί, Cyr. 1, 3, 17; Folgde, wie Pol., ἑνὸς προσδεῖται τὰ πράγματα, 3, 109, 5, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέομαι: Δωρ. ποτιδεύομαι Θεόκρ. 5. 63· μέλλ. -δεήσομαι· ἀόρ. -εδεήθην· ἀποθετ. Ἔχω χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Θουκ. 1. 102., 2. 41, Λυσί. 153. 40, Πλάτ. Φίληβ. 63C, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., ἤν... τι προσδέωμαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· μετ’ ἀπαρ. τοῦ ἱεροῦ προεστάναι οὐδὲν πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 35· ― ἐπιθυμῶ πολύ, τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν, 5. 9, 24· ― λίαν σπάνιον ἐν τῷ ἐνεργ., εἰ μὴ ἐν τῷ ἀπροσώπῳ τύπῳ ἴδε προσδέω (Β). 2) σπανίως ἀπροσώπως ὡς τὸ προσδεῖ, Πλάτ. Δημόδ. 384Β, Ἀλκ. 2. 138Β, Ξεν. Ἀγησ. 1, 5. ΙΙ. ἐπαιτῶ, παρακαλῶ ἢ ζητῶ παρά τινος, τί τινος Ἡρόδ. 6. 35· οὐδὲν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο (ὅ ἐστι, οὐδὲν τούτων ἅ...) ὁ αὐτ. 8. 144. πρβλ. 3. 77· σπανίως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, μετὰ γενικ. πράγματος, γυναικὸς οὐ προδεόμεθά σευ τῆς ἐξέσιος ὁ αὐτ. 5. 40· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρεμφ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, ὁ αὐτ. 1. 36., 6. 41· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, ὁ αὐτ. 8. 40.

French (Bailly abrégé)

v. προσδέω².

English (Strong)

from πρός and δέομαι; to require additionally, i.e. want further: need.

English (Thayer)

deponent passive, to want besides, need in addition, (cf. πρός, IV:2): προσδεόμενός τίνος, quom nullius boni desideret accessionem (Erasmus) (A. V. as though he needed anything), Xenophon, Plato, and following; the Sept.; (in the sense to ask of, several times in Herodotus).)

Greek Monolingual

Α βλ. προσδέω (II).

Greek Monotonic

προσδέομαι: Δωρ. ποοτι-δεύομαι, μέλ. -δεήσομαι, αόρ. αʹ -εδεήθην· αποθ.,
I. 1. είμαι σε έλλειψη, βρίσκομαι σε στέρηση, ζητώ, απαιτώ επιπλέον, τινος, σε Θουκ. κ.λπ.· ἤν τι προσδέωμαι, εάν είμαι εξ ολοκλήρου σε στέρηση, σε Ξεν.· με απαρ., επιθυμώ επιπλέον να κάνω ένα πράγμα, στον ίδ.
2. σπανίως απρόσ., = προσδεῖ, στον ίδ.
II. παρακαλώ ή ζητώ από κάποιον, τί τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και απαρ., ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσδέομαι: med. к προσδέω II.

Chinese

原文音譯:prosdšomai 普羅士-得哦買

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向著-捆綁

字義溯源:還有需要,更多需要,缺少;由(πρός)=向著)與(δέομαι)=求)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (δέομαι)出自(δέω)*=捆綁)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 缺少(1) 徒17:25