λιλαίομαι
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
only pres. and impf.,
A long or desire earnestly, freq. in Hom., mostly c. inf., long to be or do so and so, τίμε… λιλαίεαι ἠπεροπεύειν; Il.3.399; λ. πολεμίζειν 16.89; εὐνηθῆναι 14.331: metaph., of a lance, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι longing to taste flesh, 21.168, cf. 11.574, 15.317; λιλαιομένη πόσιν εἶναι longing for him to be her husband, Od.1.15, 9.30, 32, 23.334: c. gen., long for, πολέμοιο, ὁδοῖο, βιότοιο, δόρποιο, Il.3.133, Od.1.315, 12.328, 13.31; also φόωσδε λιλαίεο struggle to the light of day, 11.223: so in later Ep., c. inf., A.R.3.394, al.: c. acc., Nonn.D.28.144: abs., ib.42.132.—Cf.λελίημαι.
German (Pape)
[Seite 47] (λαω, λελίημαι), nur praes. u. impf., heftig begehren, verlangen, steh sehnen; gew. c. inf., ἐν φιλότητι λιλαίεαι κοιμηθῆναι, Il. 14, 331, προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι, Od. 15, 307, λιλαιομένη πόσιν εἶναι, verlangend, daß er ihr Gemahl sei, 1, 15. 9, 30; auch von leblosen Dingen, wie von der Lanze, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, Il. 21, 168, wie φόωσδε λιλαίεο, ans Licht strebe, sc. zu gelangen, Od. 11, 223; vgl. Theocr. 22, 118. – Auch c. gen., ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο, nach dem Kriege sich sehnend, verlangend, Il. 3, 133, βιότοιο, Od. 12, 328, δόρποιο, 13, 31, ὁδοῖο, 1, 315; Hes. Sc. 113 u. sp. D., ἠπείροιο, Ap. Rh. 1, 1165.
Greek (Liddell-Scott)
λῐλαίομαι: (ἴδε ἐν λ. λάω Β) ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ ἢ ποθῶ σφοδρῶς, συχνάκις παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ἢ νὰ πράξω..., τί με... λιλαίεαι ἠπεροπεύειν Ἰλ. Γ. 399· λ. πολεμίζειν Π. 89· εὐνηθῆναι Ξ. 331, κ. ἀλλ.· μεταφορ. ἐπὶ δόρατος ἢ λόγχης, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, ἐπιθυμοῦσα «τοῦ σώματος κορεσθῆναι» (Σχόλ.), Φ. 168, πρβλ. Λ. 574, κ. ἀλλ.· λιλαιομένη πόσιν εἶναι, σφοδρῶς ἐπιθυμοῦσα νὰ ἦτο αὐτὸς σύζυγός της, Ὀδ. Α. 15., Ι. 30, 32, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ τινος, ποθῶ τι, ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο Ἰλ. Γ. 133· λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο Ὀδ. Α. 315· βιότοιο, δόρποιο Μ. 328, Ν. 31, κ. ἀλλ.· -ὡσαύτως, ἀλλὰ φόωσδε τάσχιστα λιλαίεο, «ἀλλ’ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου καὶ εἰς τὸ φῶς αὖθις ἐπανελθεῖν προθυμοῦ» (Σχόλ.), Λ. 223. Οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. Πρβλ. λελίημαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf., pf. λελίημαι, pqp. 3ᵉ sg. λελίητο;
désirer vivement, faire effort vers ou pour, gén. : πολέμοιο IL désirer le combat ; ὁδοῖο OD souhaiter de partir ; avec l’inf. : λ. πολεμίζειν IL désirer combattre ; φόωσδε λ. OD se hâter de retourner à la lumière du jour ; en parl. d’un javelot λιλαιομένη χροὸς ἆσαι IL qui désirait s’enfoncer dans la chair.
Étymologie: R. Λας = Λα, avec redoubl. ; cf. *λάω.
English (Autenrieth)
ipf. λιλαίετο: d<<>*<>>sure, be desirous of or eager for, τινός, Od. 13.31; freq. w. inf.; with the inf. omitted, Od. 11.223; metaph., of the lance, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι. Cf. λελίημαι.
Greek Monolingual
λιλαίομαι (Α)
1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», Ομ. Ιλ.
β. «φόωσδε τάχιστα λιλαίεο», Ομ. Οδ.)
2. επιθυμώ να είμαι ή να κάνω κάτι («λιλαιομένη πόσιν εἶναι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα las- «θρασύς, λαίμαργος, ακόλαστος» και είναι τ. ενεστ. με επίθημα -ζω και διπλασιασμό: λιλαίομαι < λι-λάσ- jομαι. Ο τ. συνδέεται με τον τ. λάσται «πόρνες» και τους: αρχ. ινδ. lasati «απαιτώ, λαχταρώ», λατ. lascivus «ασελγής, ακόλαστος», αρχ. σλαβ. laska «κολακεία». Ο τ. της μτχ. του παρακμ. λελιημένος είναι αναλογικός προς τον τ. τετιημένος].
Greek Monotonic
λῐλαίομαι: (λι-), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., επιθυμώ ή ποθώ σφόδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για το δόρυ ή τη λόγχη, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, θέλοντας να γευτεί σάρκα, στο ίδ.· λιλαιομένη πόσιν εἶναι, επιθυμούσα σφόδρα να ήταν αυτός ο σύζυγός της, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., επιθυμώ κάποιον, ποθώ, λιλαιόμενοι πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, φόωσδε λιλαίεο, αγωνίζομαι, παλεύω να επανέλθω αμέσως στο φως της ημέρας (βγαίνοντας από τον Άδη), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐλαίομαι: λάω II] (только praes., impf. и pf. λελίημαι) страстно желать, жаждать (πολέμοιο и πολεμίζειν Hom.): λιλαιόμενος ὁδοῖο Hom. охваченный желанием отправиться в путь; φόωσδε τάχιστα λιλαίεο Hom. поспеши вернуться на свет; βάν ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Hom. (троянцы) яростно ударили на данайцев; ἐπεὶ λελίησαι ἀκούειν Theocr. поскольку тебе хочется услышать.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: strongly long for, desire (Il.),
Other forms: only present; perf. λελιημένος, s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Yotpresent with intensive reduplication (cf. Schwyzer 717) with a close relative in Skt. laṣati desire (themat. rootpres. with second. ṣ for s or from *la-ls-ati with reduplicated zero grade?, s. Wackernagel Aind. Gr. I 238). The nouns: λάσ-ται πόρναι H. with λάσταυρος (s. λάσται), s. also λάσθη and λῆναι, however, are Pre-Greek, s.v.; from other languages e.g. Lat. lascīvus lucuriant, wanton (from *las-kos; cf. Slav., e.g. Russ. láska caress, kind), Skt. lā-las-a- desirous etc. [Not here because of the deviant vocalism Germ., e.g. Goth. lustus 'lust'.] - WP. 2, 386 f. , Pok. 654, W.-Hofmann s. lascīvus (with many further combinations of very diff. value), Vasmer Wb. s. láska I.
Middle Liddell
[Mid., only in pres. and imperf.]
to long or desire earnestly, Il.; metaph. of a lance, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι longing to taste flesh, Il.; λιλαιομένη πόσιν εἶναι longing for him to be her husband, Od.: —also c. gen. to long for, λιλαιόμενοι πολέμοιο Il., etc.:—also, φόωσδε λιλαίεσθαι to struggle to the light of day, Od.
Frisk Etymology German
λιλαίομαι: {lilaíomai}
Forms: nur Präsensstamm, dazu das Perf. λελιημένος, s. bes.
Grammar: v.
Meaning: heftig begehren, verlangen (ep. seit Il.),
Etymology : Jotpräsens mit intensiver Reduplikation (vgl. Schwyzer 717) mit einem nahen Verwandten in aind. laṣati begehren, verlangen (themat. Wurzelpräs. mit sekund. ṣ für s oder aus *la-ls-ati mit reduplizierter Schwundstufe?, s. Wackernagel Aind. Gr. I 238 m. Lit.). Hierher gehören mehrere Verbalnomina : λάσται· πόρναι H. mit λάσταυρος (s. λάσται), s. auch λάσθη und λῆναι; aus anderen Sprachen z.B. lat. lascīvus üppig, mutwillig (von *las-kos; vgl. slav., z.B. russ. láska Liebkosung, Wohlwollen), aind. lā-las-a- begierig u. a. m. Fern bleibt dagegen wegen des abweichenden Vokals germ., z.B. got. lustus ’Lust’. — WP. 2, 386 f. , Pok. 654, W.-Hofmann s. lascīvus (mit einer Fülle weiterer Kombinationen von sehr wechselndem Wert und mit reicher Lit.), Vasmer Wb. s. láska I.
Page 2,123-124