σφοδρός
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ά, όν, also ός, όν Pl.R.586c:—
A vehement, violent, excessive (used by Hom. once in Adv., v. infr.), πόνος Hp.Aph.2.46; καῦμα, γυμνάσιον, Gal.15.39, 153; ἀγρυπνία Id.18(2) 33; σφυγμός Sor.2.27; μῖσος Th.1.103; λόγοι Com.Adesp.28D.; ἐπιθυμία Pl.Plt. 308a (Comp.); αἱ σ. ἡδοναί Id.Phlb.52c; ἀλγήματα τοῦ σώματος πάνυ σ. D.54.11; δίψος σ. PTeb.272.7 (ii A.D.); δίψα σ. Gal.16.564; -οτέρα ὁμοιότης Arist.Top.103a22; ταραχὴ-οτέρα Phld.D.1.12; -ότερος κίνδυνος Gal.16.686; τὸ σ. vehemence, excess, Pl.Phlb.52c. 2 of men, violent, impetuous, νέος καὶ σ., σ. καὶ νέος, Id.Lg.698e, 839b; φιλότιμοι καὶ σ. Id.Ap.23e; σ. ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν ib.21a; πρὸς τὸ πλεονεκτεῖν X.Cyr.2.2.25; also, active, zealous, ὑπηρέται ib.2.1.31; strong, robust, ἡ γεωργία σ. τὸ σῶμα παρέχει Id.Oec.5.5. II Adv. -ῶς vehemently, etc., μάλα σ. ἐλάαν Od.12.124; πάνυ σ. X.Oec.1.21; alone, ib.5.4,13, Pl.Ap.23e, Ti.43d, Arist.Cat.8b22; σ. χειμαζομένων Act.Ap.27.18; θερμαίνοντες ἢ ψύχοντες σ. Gal.15.63; but in Att. σφόδρα (q.v.) is the common Adv.: Comp. -ότερον LXX 4 Ma. 5.32, Gal.15.126; -οτέρως Thphr.CP5.9.13, 5.10.1, Phld.Piet.76: Sup. -ότατον X.Eq.12.13.
German (Pape)
[Seite 1051] heftig, eifrig, ungestüm; Hom. hat nur das adv., μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, Od. 12, 124; öfter in att. Prosa : τὸ σφοδρὸν μῖσος, Thuc. 1, 103; ἔνδεια, Xen. An. 1, 10, 18; auch ὑπηρέται, Cyr. 2, 1, 31; ἀνὴρ σφοδρὸς καὶ νέος, Plat. Legg. VIII, 839 b; ὡς σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ὁρμήσειε, Apol. 21 a; καὶ φιλότιμος, 23 e; καὶ πυκναὶ ἐπιθυμίαι, Rep. IX, 573 e; διὰ τὴν σφοδροτέραν τοῦ δέοντος ἐπιθυμίαν, Polit. 308 a; adv., σφοδρῶς διαβάλλειν, Apol. 23 e; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σφοδρός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτ. Πολ. 586C· ― ὡς τὸ σφεδανός, ὁρμητικός, βίαιος, ὑπερβολικὸς (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ἐν τῷ ἐπιρρ., ἴδε κατωτ.), πόνος Ἱππ. Ἀφ. 1246· μῖσος Θουκ. 1. 103· ἔνδεια Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 18· ἐπιθυμία Πλάτ. Πολιτικ. 308Α· αἱ σφ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 52C· ἐπὶ τραύματος, σπουδαῖον, σοβαρόν, Δημ. 1260 ἐν τέλει σφοδρότερα ὁμοιότης Ἀριστ. Τοπ. 1. 7. 3· τὸ σφοδρὸν, ἡ σφοδρότης, ὁρμή, ὑπερβολή, Πλάτ. Φίληβ. 52C. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁρμητικός, βίαιος, παράφορος, νέος καὶ σφ., σφ. καὶ νέος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 698Ε, 839Β· φιλότιμος καὶ σφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 23Ε· σφ. ἐπί τι αὐτόθι 21Α· πρός τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25· ― ὡσαύτως, δραστήριος, ζηλωτής, ὑπηρέται αὐτόθι 2. 1, 31· ― ὡσαύτως, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. σφοδρῶς, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, κτλ., μάλα σφ. ἐλάαν Ὀδ. Μ. 124· πάνυ σφ. Ξεν. Οἰκ. 1. 21· καθ’ ἑαυτό, αὐτόθι 5, 4 καὶ 13, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43D, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 35· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ., σφόδρα (ὃ ἴδε) εἶναι τὸ σύνηθες ἐπίρρ.: Συγκρ. -ότερον καὶ -οτέρως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 1., 9. 13· ὑπερθετ. -ότατον, Ξεν. Ἱππ. 12, 13. (Πρὸς τὴν √ΣΦΕΔ, ΣΦΟΔ, ὁ Κούρτ. πρβλ. τὸ Σανσκρ. span l-ë (prufio) καὶ τὰ Ἑλλην. σφαδάζω, σφενδόνη, κτλ., πρβλ. σφαδάζω).
French (Bailly abrégé)
ά ou ός, όν :
1 véhément, violent ; en parl. de pers., en b. part ardent, zélé;
2 fort, robuste;
Cp. σφοδρότερος, Sp. σφοδρότατος.
Étymologie: R. Σφεδ ou Σφοδ, être fort.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφοδρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, -όν, Α
ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ.
δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῡ», Πλάτ.)
β) πρόθυμος, δραστήριος, ενεργητικός («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῑς καὶ ἀόκνους», Ξεν.)
γ) ρωμαλέος, δυνατός («ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει», Ξεν.)
δ) (ιδίως για δικαστή) αυστηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σφοδρόν
α) σφοδρότητα, ορμητικότητα
β) υπερβολή.
επίρρ...
σφοδρώς / σφοδρῶς ΝΜΑ, και σφοδρά Ν
1. με σφοδρό τρόπο, έντονα, σφόδρα
2. με σφοδρότητα, με ορμητικότητα βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφοδ-ρός έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σφοδ- του επιθ. σφεδανός με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδ-ρός, οικτ-ρός), βλ. και λ. σφεδανός.
Greek Monotonic
σφοδρός: -ά, -όν και επίσης -ός, -όν·
1. ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος, σε Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για ανθρώπους, βίαιος, ορμητικός, παράφορος, σε Πλάτ.· επίσης, εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφοδρός -ά -όν [~ σφεδανός] van zaken hevig, heftig, krachtig, intens:; τὸ σφοδρὸν μῖσος de intense haat Thuc. 1.103.4; subst. τὸ σφοδρόν heftigheid. Plat. Phlb. 52c. van personen heftig, onstuimig, impulsief:. νέος καὶ σφοδρός jong en onstuimig Plat. Lg. 698e. energiek, ijverig:. σ. ὑπηρέται energieke kwartiermeesters Xen Cyr. 2.1.31.
Russian (Dvoretsky)
σφοδρός: 3, редко
1) полный сил, крепкий, здоровый (τὸ σῶμα Xen.);
2) сильный, крайний, чрезвычайный (μῖσος Thuc.; ἔνδεια Xen.);
3) мощный, бурный (αἱ ἡδοναί Plat.);
4) энергичный, страстный, неистовый, рьяный, пылкий (φιλότιμος καὶ σ. Plat.): σ. πρός τι Xen. и ἐπί τι Plat. неукротимый в чем-л. - см. тж. σφοδρόν.
Middle Liddell
σφοδρός, ή, όν
1. vehement, violent, excessive, Thuc., etc.
2. of men, violent, impetuous, Plat.: also strong, robust, Xen.
English (Woodhouse)
energetic, excitable, excited, fiery, hasty, impassioned, impetuous, passionate, rash, strong, vehement, violent, highty strung