ζυγίζω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A = ζευγ-, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγίζω: ζυγιάζω, Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) ζυγός
βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και το καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, το σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι»)
νεοελλ.
1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία
2. σταθμίζω, υπολογίζω εκ τών προτέρων τις συνέπειες ενός λόγου ή μιας ενέργειας [«να ζυγίζεις (ή ζυγιάζεις) καλύτερα τα λόγια σου»]
3. ευθυγραμμίζω («ο λοχίας ζύγισε καλά τη διμοιρία του»)
4. (αμτβ. για ζυγούς και ζυγιστικά όργανα) λειτουργώ, λειτουργώ καλά («η ζυγαριά δεν ζυγίζει»)
5. ναυτ. εξασφαλίζω τη συμμετρία τών νομέων και της στείρας ως προς ορισμένο άξονα
6. (αμτβ.) έχω ορισμένο βάρος, αντισταθμίζω στον ζυγό ορισμένο αριθμό κιλών, τόννων κ.λπ. («ζυγίζω 50 κιλά»)
7. έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, σημασία («ο λόγος του ζυγίζει»)
8. μέσ. ζυγίζομαι και ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι
α) (κυρίως για αρπακτικά πτηνά) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω μετέωρος στο αέρα («ένα πουλάκι σ' ενός κλαριού την άκρια ζυγιαζόταν»)
β) (για πρόσ. και μικρά πλοία) προσπαθώ γέρνοντας από τη μια μεριά στην άλλη να βρω την ισορροπία μου για να μην πέσω («η βάρκα ζυγιαζόταν στο αραξοβόλι της»)
9. (η παθ. μτχ.) ζυγισμένος και ζυγιασμένος, -η, -ο
ισορροπημένος, νουνεχής (φρ. «λόγια ζυγιασμένα»)
10. α) ναυτ. «ζυγίζω το πλοίο» — φέρνω από μακριά το διάμηκες επίπεδο του πλοίου στη γραμμή του άξονα της διώρυγας ή άλλου περάσματος που πρόκειται να διαπλεύσω
β) παροιμ. «οπού ζυγιέται στους γκρεμούς βουνά μην ανεβαίνει» — όποιος φοβάται τις δυσκολίες δεν πρέπει να ριψοκινδυνεύει σε δύσκολα έργα.