ἀπορρέω

From LSJ
Revision as of 10:30, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρέω Medium diacritics: ἀπορρέω Low diacritics: απορρέω Capitals: ΑΠΟΡΡΕΩ
Transliteration A: aporréō Transliteration B: aporreō Transliteration C: aporreo Beta Code: a)porre/w

English (LSJ)

Ep. ἀπορρείω Nic.Th.404, fut. A ἀπορρεύσω Serapio in Cat. Cod.Astr.1.101,102, but ἀπορρῠήσομαι Dsc.5.75: aor. ἀπερρύην, part. ἀπορρυείς A.Ag.1294; ἀπέρρευσα Plb.5.15.7, Ath.9.381b:—Pass., ἀπορρέοιτο Gal.6.709:—flow or run off, ἀπό τινος Hdt.4.23; ἐκ κρήνης Pl.Criti.113e,etc.: abs., stream forth, ofblood, A.Ag.1294; τὸ ἀπορέον the juice that runs off, Hdt.2.94, 4.23; φλόγα τῶν σωμάτων -ουσαν Pl.Ti.67c; λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀ. emanating from, Arist.Mete.374a25, cf. Mu.394a13: metaph., ὥσπερ ἐκ πηγῆς ἀ. τῆς ἡμερότητος Plu. Cat.Ma.5; τὸ ἀπορρέον ἐκ νοῦ λόγος Plot.3.2.2. II fall off, of fruit, Hdt.1.193; feathers, Pl.Phdr.246d; leaves, D.22.70; hair, Arist. HA518a14; flesh, σάρκες ἀπ' ὀστέων ἀπέρρεον E.Med.1201: generally, run to waste, Plot.2.1.3; of riders, ἀπορρυέντες εἰς γῆν Plu.Eum. 7, cf.Pyrrh.30,al. 2 fall away, decay, perish, ἀ. δαίμων, ἀ. μνῆστις, S.El.999, Aj.523; τῶν καλῶν ἡ μνήμη ταχέως ἀπορρεῖ Longin.33.3. 3 of persons, fall away, drop off from, ἀλλήλων Pl.Lg.776a; ἀπό τινος Plb.5.26.11; τῆς αὐλῆς Plu.Arat.51: abs., slip away, decamp, Plb.5.15.7. 4 fall away, decline from, τῆς δόξης Plu.2.199a. 5 Astrol., to be 'separated', ἀπό . . Serapio ll.cc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέω: Ἐπ. -ρείω Νικ. Θ. 404: μέλλ. ἀπορρῠήσομαι: ἀόρ. ἀπερρύην, μετοχ. ἀπορρυεὶς Αισχύλ. Ἀγ. 1294· ἀλλὰ παρὰ Πολυβ. 5. 15, 7, Ἀθην. 381B, ἀπέρρευσα. ῾Ρέω, χύνομαι ἀπό τινος, Κρήνην, ἀπ’ ἧς τὸ ὕδωρ ἀπορρέον κτλ. Ἡρόδ. 4, 23· ἔκ τινος, ψυχρὸν δὲ (ὕδωρ) ἐκ τῆς κρήνης ἀπορρέον ἕτερον Πλάτ. Κριτί. 113E, κτλ.: -ἀπολ., ἀφθόνως ἐκρέω, ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1294· τὸ ἀπορρέον, ὁ ὀπὸς ἢ χυμός, ὅστις ἐκρέει, Ἡρόδ. 2. 94., 4. 23: - ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ πυρός, ἐξορμῶ, Πλάτ. Τίμ. 67C· λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπ., ἐκπορευομένη ἐκ τῆς φλογός, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 15, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 2. ΙΙ. ἀποπίπτω, ὡς οἱ καρποί, Ἡρόδ. 1. 193· πτερά, Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· φύλλα Δημ. 615. 10· τρίχες, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3, 11, 6· σάρξ, σάρκες ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1201· ἀποχωρίζεσθαι, ἀπ. ἀλλήλων Πλάτ. Νόμ. 776A· τοῦ ἵππου, Πλούτ. 2. 288A. 2) ἐκλείπω, φθείρομαι, ἀπόλλυμαι, ἀπ. δαίμων (ὅ ἐ. εὐδαιμονία), ἀπ. μνῆστις Σοφ. Ἠλ. 999, Αἴ. 523· τῶν καλῶν ἡ μνήμη ταχέως ἀπορρεῖ Λογγῖν. 33. 3. 3) ἐπὶ προσώπων, ἀπομακρύνομαι ἀπό τινος, οἱ δὲ λοιποὶ παραχρῆμα πάντες ἀπέρρεον ἀπ’ αὐτοῦ Πολύβ. 5. 26, 11· πίπτω κάτω ἐκ, ἀπερρύη τοῦ ἵππου Πλουτ. Εὐμ. 7. -ἀπολ., ἀναζεύγνυμι, διαλύω τὸ στρατόπεδον καὶ ἀναχωρῶ, Πολύβ. 10. 44, 7: - Ἡ λέξις κατέστη συχνὴ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφ., ἴδε Λοβ. Αἴ. ἔνθ’ ἀν., Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 199A.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπορρυήσομαι, ao. ἀπέρρευσα, ao2. ἀπερρύην;
I. couler de, découler : ἀπό τινος de qch;
II. p. anal. 1 se détacher de, glisser, tomber;
2 s’échapper, disparaître : ἀπορρεῖ μνῆστις SOPH le souvenir (de qch) se perd ; en parl. de pers. s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, ῥέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. -ρρείω Nic.Th.404
• Morfología: [fut. ἀπορρυήσομαι Dsc.5.75; pas. aor. subj. ἀπορρυῇ Hp.Aër.22, part. ἀπορρυείς A.A.1294; perf. ἀπερρύεκε Archil.300.18]
I 1de líquidos fluir, manar αἵματα A.l.c., cf. Ath.381b, del jugo de una planta, Hdt.2.94, 4.23, del agua, Pl.Criti.113e, ὥσπερ ἐκ πηγῆς πλουσίας ἀπορρεῖ τῆς ἡμερότητος Plu.Cat.Ma.5
muy frec. en medic., ref. a procesos fisiológicos y morbosos τὸ αἷμα Hp.l.c., τὸ πύον Hp.Morb.2.60, ὑγρὴ γίνεται καὶ ἀπορρέει μυξῶδες καὶ γλισχρόν Hp.Nat.Mul.17, ὁ ἰχώρ Hp.Loc.Hom.29, ὁ γόνος Hp.Mul.1.24, cf. Morb.Sacr.5, Loc.Hom.14, Morb.1.15.
2 fil. emanar de las partículas que permiten la sensación ἃ ... χρόας ἐκαλέσαμεν, φλόγα τῶν σωμάτων ἀπορρέουσαν lo que llamamos colores, una llama que emana de los cuerpos Pl.Ti.67c, δοκεῖ ... τοῦ πυρὸς ἀπορρεῖν parece que se producen emanaciones del fuego Thphr.Sens.20 (= Emp.A 86), el olor ὀσμὴν ... ἀπὸ τῶν λεπτῶν ... ἀπορρεῖν Thphr.Sens.9 (= Emp.A 86)
en el neoplatonismo τὸ ἀπορρέον ἐκ νοῦ λόγος Plot.3.2.2.
3 astrol. influir de un astro en la vida humana, Paul.Al.38.3.
II 1de objetos y personas caerse el fruto, Hdt.1.193, Androt.77, plumas, Pl.Phdr.246d, φύλλα D.22.70, el pelo, Arist.HA 518a14, Aq.Ez.29.18, SB 7350.2 (IV d.C.) de jinetes εἰς γῆν Plu.2.288a, ἵππου Plu.Eum.7
desprenderse σάρκες ἀπ' ὀστέων E.Med.1201, ἀπὸ γυίων σάρκες Nic.Th.404
de líquidos colarse Dsc.5.75.
2 gener. de abstr. desaparecer, perderse, extinguirse ἄνθος ... παρθενήιον καὶ χάρις Archil.l.c., δαίμων S.El.1000, μνῆστις S.Ai.523, τῶν καλῶν (ἡ μνήμη) Longin.33.3, (πῦρ) Plot.2.1.3 (bis).
3 de pers. desvariar Aq.Ie.17.11.
III de pers. alejarse espiritualmente c. gen. ἀλλήλων Pl.Lg.776a, τῶν ἱλαρῶν καὶ προσηνῶν Plu.2.473e, τῆς ἐπιφορᾶς Phld.Mus.4.26.36
gener. alejarse ἀπ' αὐτοῦ Plb.5.26.11, τῆς αὐλῆς Plu.Arat.51
abs. escabullirse, fugarse Plb.5.15.7
astrol. apartarse παρατηρεῖν ... ἀπὸ τίνος ἡ σελήνη ἀπέρρευσεν Serapio en Cat.Cod.Astr.1.101.3, cf. 102
fig. decaer, declinar τῆς δόξης Plu.2.199a.

Greek Monolingual

(AM ἀπορρέω) ρέω
νεοελλ.
μτφ.
1. προέρχομαι, πηγάζω από κάτι
2. προκύπτω, συνάγομαι
αρχ.-μσν.
απομακρύνομαι, ξεκόβω από κάποιον
μσν.
περνώ, φεύγω
αρχ.
1. αποπίπτω, πέφτω καταγής
2. φθείρομαι, χάνομαι
3. διαλύω το στρατόπεδο και αποχωρώ.

Greek Monotonic

ἀπορρέω: μέλ. και αόρ. βʹ στους Παθ. τύπους ἀπορρῠήσομαι, ἀπερρύην, μτχ. ἀπορρυείς·
I. ρέω ή εκχέομαι, εκπηγάζω από, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Ηρόδ.· ἔκ τινος, σε Πλάτ.
II. 1. πέφτω κάτω, όπως οι καρποί, τα φτερά, τα φύλλα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.
2. εκλείπω, πεθαίνω, σβήνω από τη μνήμη των άλλων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρέω: (fut. ἀπορρυήσομαι, aor. 2 ἀπερρύην)
1) вытекать, стекать (ἐκ κρήνης Plat.; αἵματα ἀπορρυέντα Aesch.): τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἀπορρέον Her. вытекающий из плода сок;
2) падать вниз, спадать (τοῦ ἵππου Plut.); выпадать, опадать (τὰ πτερὰ Plat. или τὰ φύλλα ἀπορρεῖ Dem., Arst.; ἀπορρυῆναι τῆς κεφαλῆς Plut.; τρίχες ἀπορρυεῖσαι Arst.);
3) выходить, вырываться, валить (λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπορρέουσα Arst.);
4) пропадать (ἀπορρεῖ μνῆστίς τινος Soph.);
5) уходить, удаляться (ἀπό τινος Polyb.; τῆς αὐλῆς Plut.): ἀ. ἀλλήλων Plat. расходиться, расставаться.

Middle Liddell


I. to flow or run off, stream forth, Hdt., Aesch.; ἀπό τινος Hdt.; ἔκ τινος Plat.
II. to fall off, as fruit, feathers, leaves, etc., Hdt., attic
2. to die away, fade from remembrance, Soph.