κατασπάω

From LSJ
Revision as of 16:30, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπάω Medium diacritics: κατασπάω Low diacritics: κατασπάω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΩ
Transliteration A: kataspáō Transliteration B: kataspaō Transliteration C: kataspao Beta Code: kataspa/w

English (LSJ)

fut. -άσω [ᾰ]: pf. -έσπᾰκα Ar.Eq.718:—A draw, pull down, μολυβδὶς ὥστε δίκτυον κατέσπασεν S.Fr.840; κατασπάσαι τινὰ τῶν τριχῶν drag one down by the hair, Ar.Lys.725; τινὰ τοῦ σκέλους Antiph.86.3; κ. τὰς πεντηκοντέρους haul them down to the sea, set them afloat, Hdt.1.164, cf. 7.193; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη (in token of defeat), Th.1.63; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.An.1.9.6; κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, of one frowning, Alciphr.3.3:—Pass., to be drawn down, τὰ κατασπώμενα… κἀνασπώμενα, of the limbs of puppets, X.Mem.3.10.7; κατεσπασμέναι ὀφρύες, of one frowning, Arist.HA491b17; κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον, ἐς δάκρυα, Luc.DMar.2.2, Anach.23. b gather fruit from, τὸν ἐλαιωνοπαράδεισον, prob. in PSI1.33.26 (iii A.D.). 2 Pass., to be displaced downwards, of a dislocated bone, Hp.Mochl. 4, 5; to be convulsed, suffer a spasm, Id.Epid.3.17.β (or perhaps to be drawn, as in facial paralysis); fall into a trance, PMag.Lond.121.549. II draw down or forth, τὰ γυναικεῖα Hp.Epid.6.8.32, cf. Arist.GA750b35; γάλα Dsc.3.58; draw off, τὸ τὴν νοῦσον παρέχον Hp.Loc.Hom.30 (Pass.); χυμοὺς κ. [τὸ λουτρόν] App.Anth.3.158. III quaff, swallow down, Ar.Eq.718, Ra.576, Antiph.204.13. IV pull down, οἶκον, ἄλση, LXX 2 Ch.24.7, 34.7; τὰ ὑψηλά ib. 31.1, cf. PTeb.5.134 (ii B.C., Pass.); τὴν Σμύρναν Str.14.1.37, cf. 16.2.30 (Pass.); κ. τὰς τάξεις break the ranks, Plb.1.40.13: metaph., Phld. D.1.17. V lower, τὴν φωνήν Antyll. ap. Orib.6.9.5. VI precipitate, Zos.Alch.p.195 B. (Pass.). VII v. κατασπεύδω.

German (Pape)

[Seite 1380] (s. σπάω), herab-, herunterziehen; μολυβδὶς ὥστε δίκτυον κατέσπασεν Soph. frg. 783; τῶν τριχῶν τινα, an den Haaren, Ar. Lys. 725; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. 1, 63; κατεσπάσθη ἀπ ὸ τοῦ ἵππου Xen. An. 1, 9, 6; νῆας, Schiffe ins Meer ziehen, sie flott machen, Her. 7, 193; D. Sic. 19, 50; – ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, mit heruntergezogenen, finsteren Augenbrauen, Alciphr. 3, 3; vgl. Arist. H. A. 1, 9; – herunterziehen, -leiten, Medic.; herunterschlingen, verschlucken, Ar. Ran. 756; Antiphan. bei Ath. III, 104 a; – zerreißen, zersprengen, τάξεις Pol. 1, 40, 13. – In der Aussprache verkürzen, als kurz brauchen, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 282.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπάω: μέλλ. -άσω ᾰ, ἕλκωσύρω δυνατὰ πρὸς τὰ κάτω, μολυβδὶς ὥστε δίκτυον κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· κατασπᾶν τινα τῶν τριχῶν, «τραβῶ τινα κάτω ἀπὸ τὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Λυσ. 725· τινα τοῦ σκέλους Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασ.» 2· κατέσπασα αὐτὸν τοῦ ποδὸς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· «γάλα κ. καὶ ἐφέλκειν ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ.· καὶ ὁ καρπὸς γάλα κ. ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος Διοσκ. 3. 134· κ. τὰς νῆας, ἐκ τῆς ξηρᾶς καθέλκω πλοῖα, τὰ «ῥίπτω» εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 1. 164, κατασπάσαντες τὰς ναῦς ἔπλεον 7. 193· κ. σημεῖα, καταβιβάζω (εἰς ἔνδειξιν ἥττης), Θουκ. 1. 63· ἢ παθητ., ἡ νίκη ἐγένετο καὶ κατεσπάσθη τὰ σημεῖα, ἀντίθ. ἤρθη τὰ σημεῖα, εἰς ἔνδειξιν τοῦ νὰ ἀρχίσωσι τὴν μάχην, ὁ αὐτ. 1, 49· κ. τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου ἢ κατεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· καὶ μεταφορ., κατασπᾶν τὸν θεὸν ἐπὶ τὰς ἀνθρωπίνας χρείας, δηλ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Πλουτ. Ἠθ. 416F·- Παθ., σύρομαι πρὸς τὰ κάτω, καταβιβάζομαι, τὰ κατασπώμενα ἀντίθετ. κἀνασπώμενα, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος ἐκ τῆς κινήσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ὁ κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς Ἀλκίφρ. 3. 3, πρβλ. καταβάλλειν ὀφρῦς καὶ συνάγειν, ἀντίθετ. τῷ αἴρειν, ἐπαίρειν, ἀνατείνειν ὀφρῦς·- ὀφρύες κατεσπασμέναι, ἐπὶ τοῦ συνωφρυωμένου ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9. 1· κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον, ἐς δάκρυα καταφέρεσθαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλογ. 2, 2, Ἀνάχ. 23. 2) Παθ., ὀλίγον μεταβάλλω τὴν θέσιν μου, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 847, 849· συσπῶμαι, πάσχω ἐκ σπασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1096. ΙΙ. προκαλῶ, διευκολύνω, καταβιβάζω, τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 1202Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24· ὁμοίως παθητ., κατασπᾶται τὰ γυν. ἢ χαλᾶται, ἀντίθ. τῷ ἀνασπᾶσθαι, Ἱππ. 619. 44·- σύρω ἔξω, ἐξάγω, τὸ λουτρὸν κ. χυμοὺς Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· «κατασπᾶν· χαλᾶν» Ἡσύχ. ΙΙΙ. καταπίνω, καταβροχθίζω, Λατ. deglutire, διπλάσιον κατέσπακας Ἀριστοφ. Ἱππ. 718, Βάτρ. 576, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατ.» 1. 13. IV. καταστρέφω, κρημνίζω, τὴν Σμύρναν Στράβ. 646, πρβλ. πόλις κατεσπασμένη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου 759· κ. τὰς τάξεις, διασπῶ, Πολύβ. 1. 40, 13· κ. τὴν φωνήν, χαμηλώνειν, ἀντίθ. ἀνάγειν εἰς τοὺς ὀξυτάτους φθόγγους, Ὀρειβάσ. 93, Matth.· ἢ προφέρω ὡς βραχύ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 282.- Πρβλ. κατασπεύδω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tirer en bas : τινα τοῦ ποδός LUC qqn par le pied ; ἀπὸ τοῦ ἵππου XÉN tirer à bas d’un cheval ; νῆας HDT mettre des navires à flot ; fig. κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον LUC être amené à dormir.
Étymologie: κατά, σπάω.

Spanish

atraer, entrar en trance

Greek Monotonic

κατασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ],
I. τραβώ ή φέρνω προς τα κάτω, κ. τὰς νῆας, ρυμουλκώ καράβια προς τη θάλασσα, καθέλκω, σε Ηρόδ.· κ. σημεῖα, κατεβάζω τις σημαίες (ως ένδειξη ήττας), σε Θουκ.· κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου, σε Ξεν.
II. πίνω μονορούφι ή καταπίνω μονομιάς, Λατ. deglutire, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατασπάω: (πᾰ)
1) стаскивать (τινα τῶν τριχῶν Arph.; τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; τινα τοῦ ποδός Luc.);
2) стаскивать (спускать) на воду (τὰς νῆας Her.; πολλὰς τῶν τριήρων Plut.);
3) (тж. κ. κάτω Arst.) тянуть книзу, оттягивать (μολυβδὶς ὥστε δίκτυον Plut.): τὰ κατασπώμενα καὶ τὰ ἀνασπώμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. опущенные и поднятые члены тела (у статуй); τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. знамена (в знак поражения) опустились; ὀφρύες κατεσπασμέναι Arst. нахмуренные брови; κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον Luc. чувствовать непреодолимое желание спать;
4) проглатывать (τὰς χόλικας Arph.);
5) опрокидывать, расстраивать, разбивать (τὰς τάξεις Polyb.);
6) pass. чувствовать влечение (ἐπὶ τὰς μεγάλας πράξεις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σπάω naar beneden trekken, met acc.:; κατασπᾶν τὰς πεντεκοντέρους de pentekonters in zee trekken Hdt. 1.164.3; pass.:; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη de veldtekens werden neergehaald Thuc. 1.63.2; κατεσπάσθη ἀπὸ τοῦ ἵππου hij werd van zijn paard getrokken Xen. An. 1.9.6; overdr.: brengen tot:; εἰς δάκρυα κατασπῶντο zij werden tot tranen geroerd Luc. 37.23; εἰς ὕπνον κατεσπάσθην ik werd door slaap overmand Luc. 78.2.2; met acc. en gen. v. lichaamsdeel ( iem. ) trekken aan:. τῶν τριχῶν τινα iem. aan de haren trekken Aristoph. Lys. 725; τινὰ τοῦ ποδός iem. aan zijn voet trekken Luc. 77.21. opschrokken:. τὰς χόλικας κατέσπασας jij hebt mijn pensen opgeschrokt Aristoph. Ran. 576. geneesk. verschuiven (van botten); pass. kramp hebben.

Middle Liddell

fut. άσω
I. to draw or pull down, κ. τὰς νῆας to haul ships down to the sea, Hdt.; κ. σημεῖα to pull the flags down (in token of defeat), Thuc.; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.
II. to quaff or swallow down, Lat. deglutire, Ar.