ἀνήμερος

From LSJ
Revision as of 10:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήμερος Medium diacritics: ἀνήμερος Low diacritics: ανήμερος Capitals: ΑΝΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: anḗmeros Transliteration B: anēmeros Transliteration C: animeros Beta Code: a)nh/meros

English (LSJ)

ον, not tame, wild, savage, of persons, πολιήτας Anacr. 1.7; ἀνήμεροι γάρ, οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις A.Pr.716, cf. Carneisc. Herc.1027.16, 2 Ep.Ti.3.3, Arr.Epict.1.3.7; of a country, A.Eu.14; ἐκβολή E.Hec.1078; βίος Plu.2.86d; διάθεσις Phld.Ir.p.57 W., cf. p.85: Sup., Clearch.37. Adv. -ρως, ἀ. τισὶ χρήσασθαι D.S.13.23.

German (Pape)

[Seite 229] ungezähmt, wild, von Thieren; daher grausam, roh; auch von Menschen, Aesch. Pr. 718; Anacr. 65, 7; Antiphan. 1 (XI, 348); δαίς Eur. Hec. 1078; von Pflanzen = wild wachsend, nicht veredelt; χθών, nicht angebaut, Aesch. Eum. 14. Auch δίαιτα, D. Hal. 1, 41. – Adv. ἀνημέρως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήμερος: -ον, ὁ μὴ ἥμερος, ἄγριος, ἀτίθασος, ἐπὶ προσώπων, πολιήτας Ἀνακρ. 1. 7· ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις Αἰσχύλ. Πρ. 716· ἐπὶ χώρας, ὁ αὐτ. Εὐμ. 14· ἐκβολὴ Εὐρ. Ἑκ. 1077· βίος Πλούτ. 2. 86D. - Ἐπίρρ. -ρως Διοδ. Ἀπόσπ. (Μαΐου) σ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non apprivoisé, sauvage.
Étymologie: , ἥμερος.

Spanish (DGE)

-ον
1 salvaje de anim. θῆρες Clearch.32, ἵπποι Ael.NA 15.25, de pers. πολιῆται Anacr.1.7, Χάλυβες ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις A.Pr.716, ἄνθρωποι 2Ep.Ti.3.3, cf. Carneisc.16, Arr.Epict.1.3.7, del campesino, Chrysipp.Stoic.3.169, δεσπόται Ph.1.186
del carácter ἦτορ Orác. en Didyma 496B.6, διάθεσις Phld.Ir.57, 85, πάθη Ph.1.68
de otros abstr. ἐκβολή E.Hec.1078, βίος Plu.2.86d
de una reg., A.Eu.14
subst. τὸ ἀ. καὶ ἄγριον σβέσαντας τοῦ θυμοῦ D.Chr.12.51.
2 adv. -ως salvajemente, bárbaramente τοὺς ἄλλοις ἀνημέρως χρησαμένους D.S.13.23, ὠμῶς τε καὶ ἀ. Cyr.Al.M.71.784B.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and hemeros (lame); savage: fierce.

English (Thayer)

ἀνημερον (alpha privative and ἥμερος), not tame, savage, fierce: Anacreon (530 B.C.>) 1,7) Aeschylus down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνήμερος, -ον)
μη ημερωμένος, άγριος
νεοελλ.
φρ. «γίνομαι θηρίο ανήμερο» — θυμώνω, οργίζομαι φοβερά
αρχ.
1. άγριος, ατίθασος
2. (για τόπο) απόκρημνος, βραχώδης.

Greek Monotonic

ἀνήμερος: -ον, ατίθασος, άγριος, αδάμαστος, λέγεται για πρόσωπα και χώρες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήμερος:
1) неприрученный, дикий (ζῷον Plut.; θήρ Anth.);
2) некультурный, грубый (πολίτης Anacr.; Χάλυβες, χθών Aesch.; βίος, πάθος Plut.);
3) жестокий, свирепый, бесчеловечный (δαίς Eur.).

Middle Liddell


not tame, wild, savage, of persons and countries, Aesch.

Chinese

原文音譯:¢n»meroj 安-談姆羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-柔順
字義溯源:殘酷的,兇暴的,不柔順的,兇猛的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἡμέρα)X*=柔順的)組成。在這末世,不虔誠,不聖,不潔的人,越來越多;有的時候,這些人會變得兇暴
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 兇暴(1) 提後3:3

English (Woodhouse)

savage, uncivilised, wild

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)