ζύγωμα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ατος, τό, A bolt, bar, Plb.7.16.5. b cross-rod, Apollod.Poliorc.177.8. II = ζυγόν 111.1, Sch.Th.1.29. III arcus zygomaticus, which connects the cranial with the facial bones, Gal.2.437, 746, Poll.2.85; cf. ζυγοειδής. IV = ζυγόν ΙΙ, Ptol.Alm.7.5. V canal-lock, PFlor.273.20 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1141] τό, dasselbe, Pol. 7, 16, 5. – Bei Schol. Thuc. 1, 29 τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ τοίχου τῆς νεὼς πρὸς τὸν ἕτερον τοῖχον διατείνοντα. – Bei den Aerzten = Schlüsselbein, Galen.; Poll. 2, 85.
Russian (Dvoretsky)
ζύγωμα: ατος (ῠ) τό скрепа, запор (τῶν πυλῶν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ζύγωμα: τό, μοχλὸς συνέχων καὶ κλείων τὴν θύραν, Πολύβ. 7. 16, 5. ΙΙ. = ζυγὸν ΙΙΙ. 1, Σχόλ. Θουκ. 1. 29. ΙΙΙ. τὸ ζυγωματικὸν ὀστοῦν, ὅπερ συνδέει τὸ κρανίον μετὰ τῆς ἄνω σιαγόνος, arcus zygomaticus ἢ os jugale, Πολυδ. Β΄, 85· πρβλ. ζυγοειδής. IV. = ζυγὸν ΙΙ. Πτολεμ.
Greek Monolingual
το (AM ζύγωμα, -ατος) ζυγώ, -όω]]
νεοελλ.
1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών της μηχανής»)
2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα της Λαμπρής»)
3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές βουνού ή μεταξύ δύο βουνών και τίς συνδέει, το διάσελο
4. ανθρωπολ. το ακραίο σημείο τών ζυγωματικών αποφύσεων βάσει του οποίου καθορίζεται ο προσωπικός δείκτης
5. (ηλεκτρολ.) σιδερένιο κομμάτι ή σύνολο από σιδερένια κομμάτια τα οποία συγκρατούν τα κινητά μέρη μιας ηλεκτρικής μηχανής και σχηματίζουν τον σκελετό της
6. φρ. α) «ζύγωμα σφηνοειδές» — το τετράπλευρο λείο και ελαφρώς κοίλο τμήμα της άνω επιφάνειας του σφηνοειδούς οστού του κρανίου, αλλ. σφηνοειδές πεδίο
β) (ηλεκτρ.) «ζύγωμα μαγνητικό» — το σύνολο τών σιδηρομαγνητικών υλικών τα οποία σχηματίζουν το' μαγνητικό κύκλωμα μιας ηλεκτρικής μηχανής ή ενός ηλεκτρομαγνητικού οργάνου
γ) (μηχανολ.) «ζύγωμα του βάκτρου του εμβόλου» — η αρθρωτή σύνδεση του βάκτρου με την κεφαλή του διωστήρα, κν. σαυρός
μσν.
συνάντηση, επαφή, πλησίασμα
αρχ.
1. ζυγός που συνέχει και κλείνει την πόρτα, αμπάρα («πειρῶνται διακόπτειν τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν», Πολ.)
2. πλάγιο στέλεχος
3. τα καθίσματα του πλοίου που ενώνουν τις πλάγιες πλευρές του, το ζυγόν
4. το εγκάρσιο ξύλο που προσαρμόζεται στη λύρα ή στη φόρμιγγα, για να συνδέσει τα δύο κέρατα
5. τα ζυγωματικά οστά
6. πάπ. υδροφράκτης.