ἐλεημοσύνη

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεημοσύνη Medium diacritics: ἐλεημοσύνη Low diacritics: ελεημοσύνη Capitals: ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: eleēmosýnē Transliteration B: eleēmosynē Transliteration C: eleimosyni Beta Code: e)lehmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A pity, mercy, Call.Del.152. 2 charity, alms, LXX To.4.7, Ev.Matt.6.2, D.L.5.17.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 compasión, piedad μὴ σύ ... πάθῃς κακὸν ... τῆσδε ἀντ' ἐλεημοσύνης no sufras tú algún mal por este acto de compasión Call.Del.152, κἀπὶ τῆς ψυχῆς εἰσιν εὐκαταφορίαι οἷον ... ἐ. también en el alma anidan inclinaciones como por ejemplo la compasión Chrysipp.Stoic.3.103, ἵνα ἐλεημοσύνης τύχωμεν PCair.Zen.495.10 (III a.C.), cf. PAbinn.19.25 (IV d.C.), POxy.130.6 (VI d.C.).
2 limosna ποιεῖν ἐλεημοσύνην dar limosna LXX To.4.7, cf. Eu.Matt.6.2, Act.Ap.10.2, πονηρῷ ἀνθρώπῳ ἐλεημοσύνην ἔδωκεν D.L.5.17.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, Mitleid, Erbarmen; Callim. Del. 151; bes. gegen Arme, Unterstützung, Almosengeben, D. L. 5, 17; N. T. u. K. S.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
don charitable, aumône;
NT: pitié ; compassion.
Étymologie: ἐλεήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεημοσύνη: ἡ досл. сострадание, милосердие, перен. милостыня, подаяние Diog. L., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεημοσύνη: ἡ, οἶκτος, ἔλεος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 152. 2) βοήθεια εἰς τοὺς πτωχούς, ἐλεημοσύνη, ἐκ τῆς λέξεως ταύτης ἔγεινε κατὰ παραφθορὰν ἡ Ἀγγλ. almus, ἡ Γερμ. Almosen, καὶ ἡ Σκωτικὴ awmous). Διογ. Λ. 5. 17, Καιν. Διαθ. κτλ.

English (Strong)

from ἔλεος; compassionateness, i.e. (as exercised towards the poor) beneficence, or (concretely) a benefaction: alms(-deeds).

English (Thayer)

ἐλεημοσύνης, ἡ (ἐλεήμων), the Sept. for חֶסֶד and צְדָקָה (see δικαιοσύνη, 1b.);
1. mercy, pity (Callimachus (260 B.C.>) in Del. 152; as exhibited in giving alms, charity: ποιεῖν ἐλεημοσύνην, to practise the virtue of mercy or beneficence, to show one's compassion (A. V. do alms) (cf. the similar phrases δικαιοσύνην, ἀλήθειαν, etc. ποιεῖν), 2,3, (חֶסֶד עָשָׂה, ἐλεημοσύνας, acts of beneficence, benefactions (cf. Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)), εἰς τινα, the benefaction itself, a donation to the poor, alms (the German Almosen (and the English alms) being (alike) a corruption of the Greek word): ἐλεημοσύνην διδόναι (Diogenes Laërtius 5,17)), αἰτεῖν, λαμβάνειν, πρός τήν ἐλεημοσύνην for (the purpose of asking) alms, Acts 10:4,31.

Greek Monolingual

η (AM ἐλεημοσύνη)
1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία
2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες
μσν.- νεοελλ.
επιείκεια, μετριοπάθεια
μσν.
κατανόηση.

Greek Monotonic

ἐλεημοσύνη: ἡ, οίκτος, συμπάθεια, έλεος· βοήθεια στους φτωχούς, φιλανθρωπία, Αγγλ. alms = ελεημοσύνη (η οποία δημιουργήθηκε από παραφθορά και σύντμηση της ελλ. λέξης), σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.

Middle Liddell

ἐλεημοσύνη, ἡ,
pity, mercy: a charity, alms (which is a corruption of the word), NTest., etc. [from ἐλεήμων

Chinese

原文音譯:™lehmosÚnh 誒累誒摩需尼
詞類次數:名詞(14)
原文字根:憐憫 共同的 相當於: (צְדָקָה‎)
字義溯源:憐恤,同情,施捨,善行,賙濟;源自(ἔλεος)*=憐恤)。保羅曾對以弗所教會的長老說,當記念主耶穌的話說,施比受更為有福( 徒20:35)。主耶穌也將施捨和禱告與禁食相提並論(太六章);他也提醒信徒去施捨( 路12:33)。保羅認為施捨(賙濟)若不出自愛就沒有甚麼益處( 林前13:3)
出現次數:總共(14);太(4);路(2);徒(8)
譯字彙編
1) 賙濟(7) 徒3:2; 徒3:10; 徒9:36; 徒10:2; 徒10:4; 徒10:31; 徒24:17;
2) 施捨(6) 太6:1; 太6:2; 太6:3; 太6:4; 路11:41; 徒3:3;
3) 賙濟人(1) 路12:33