μεγαλοπρεπής

From LSJ
Revision as of 12:00, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρεπής Medium diacritics: μεγαλοπρεπής Low diacritics: μεγαλοπρεπής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: megaloprepḗs Transliteration B: megaloprepēs Transliteration C: megaloprepis Beta Code: megalopreph/s

English (LSJ)

μεγαλοπρεπές,
A befitting a great man, magnificent, δεῖπνον μ. Hdt.5.18; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ar.Av.1125; ταφή Pl.Mx.234c; προαίρεσις Hyp. Epit.40; πράξεις ib.1 (Comp.); δόξα 2 Ep.Pet.1.17, etc.
2 of persons, Pl.R.487a, al., Arist.EN1107b17; τὸ μ. X.Mem.3.10.5; of a horse, Id.Eq.10.1 (Comp.): Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc.
3 of style, μ. λόγοι Pl.Smp. 210d; λέξις Arist. Rh.Al.1441b12; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ μεγαλοπρέστερον ib.1423b12.
II Adv. μεγαλοπρεπέως, Att. μεγαλοπρεπῶς, Hdt.6.128, X.An.1.4.17, etc.: Comp. μεγαλοπρέστερον Id.Vect.6.1, Pl.Ly. 215e: Sup. μεγαλοπρέστατα Hdt.7.57.

German (Pape)

[Seite 107] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;
Cp. μεγαλοπρεπέστερος, Sp. μεγαλοπρεπέστατος.
Étymologie: μέγας, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

μεγαλοπρεπής:
1 великолепный, пышный, роскошный (δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.); роскошный, щедрый (δωρεά Her.);
2 пышный, блестящий (λόγοι Plat.; δόξα NT): νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. полные юношеского пыла.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, ἔξοχος, λαμπρός, Λατ. magnificus, δεῖπνον μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, μεγαλοπρέπεια, Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.

English (Strong)

from μέγας and πρέπω; befitting greatness or magnificence (majestic): excellent.

English (Thayer)

μεγαλοπρεπες, genitive μεγαλοπρεποῦς, (μέγας, and πρέπει it is becoming (see πρέπω)), befitting a great Prayer of Manasseh, magnificent, splendid; full of majesty, majestic: Herodotus, Xenophon, Plato, others.)

Greek Monolingual

-ές και μεγαλόπρεπος, -η, -ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, -ές)
1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ' ἀληθείας», Πλάτ.)
2. (για ύφος) υψηλός
3. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλοπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.
επίρρ...
μεγαλοπρεπώς και μεγαλόπρεπα (ΑM μεγαλοπρεπῶς, Α και μεγαλοπρεπέως)
με μεγαλοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικροπρεπής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. κατάλληλος για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = μεγαλοπρέπεια, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ῶς, Ιων. -έως, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ., υπερθ. -έστατα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μεγᾰλο-πρεπής, ές πρέπω
I. befitting a great man, magnificent, Hdt., attic:— τὸ μεγαλοπρεπές, = μεγαλοπρέπεια, Xen.
II. adv. -ῶς, ionic -έως, Hdt., Xen.: comp. -έστερον Plat., Sup. -έστατα Hdt.

Chinese

原文音譯:megaloprep»j 姆瓜羅-普雷胚士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:大-理應 相當於: (גַּאֲוָה‎)
字義溯源:相當威榮的,偉大的,華麗的,高貴的,極大的;由(μέγας)*=大)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 極大的(1) 彼後1:17

English (Woodhouse)

magnificent, splendid

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μέγας + πρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

magnificent

Arabic: عَظِيم‎, رَائِع‎; Moroccan Arabic: عضيم‎, فن‎; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند‎; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike